-
1 κνησμώδες
κνησμώδηςaffected with itching: masc /fem voc sgκνησμώδηςaffected with itching: neut nom /voc /acc sg -
2 κνησμῶδες
κνησμώδηςaffected with itching: masc /fem voc sgκνησμώδηςaffected with itching: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
κνησμῶδες — κνησμώδης affected with itching masc/fem voc sg κνησμώδης affected with itching neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερανιίδες — (geraniaceae). Οικογένεια δικοτυλήδων ποωδών φυτών. Πολλά είδη και ποικιλίες γ., του γένους πελαργόνιο, παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την καλλωπιστική αξία τους, όπως το πελαργόνιο το μεγανθές (πελαργόνι), το πελαργόνιο το ζωνωτό (γεράνι), το… … Dictionary of Greek