-
1 κνησμωδώς
-
2 κνησμωδῶς
См. также в других словарях:
κνησμωδῶς — κνησμώδης affected with itching adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνησμώδης — ες (AM κνησμώδης, ῶδες) [κνησμός] 1. αυτός που προκαλεί κνησμό, ερεθιστικός 2. αυτός που πάσχει από κνησμό αρχ. αυτός που συνοδεύεται από κνησμό ή έξαψη («ψωρώδης διάθεσις ή λεπρώδης ή αλφώδης ή κνησμώδης», Γαλ.). επίρρ... κνησμωδώς (Α) με τρόπο… … Dictionary of Greek