-
1 κνησμονάς
κνησμονά̱ς, κνησμονήfem acc pl -
2 κατασθενέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασθενέω
См. также в других словарях:
κνησμονάς — κνησμονά̱ς , κνησμονή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)