Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κνημαῖος

См. также в других словарях:

  • κνημαίος — α, ο (Α κνημαῑος, αία, ον) βλ. κνημιαίος …   Dictionary of Greek

  • κνημιαίος — και κνημαίος, α, ο (AM κνημιαῑος και κνημαῑος, αία, ον) [κνήμη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κνήμη («κνημιαίος μυς») …   Dictionary of Greek

  • κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»