Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κνηκίς

См. также в других словарях:

  • κνηκίς — κνηκίς, ίδος, ή (AM) [κνήκος] 1. ωχρή κηλίδα από σύννεφα στον ουρανό 2. στιλπνό, λαμπερό δέρμα 3. φρ. «κνηκίς ελαφος» ελάφι με κιτρινωπό, λαμπερό τρίχωμα …   Dictionary of Greek

  • κνήκος — κνῆκος, ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ) 1. το γένος φυτών κάρθαμος, ένα είδος τού οποίου χρησιμοποιούνταν για την εξαγωγή χρωστικής ουσίας 2. το φυτό κνίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kenәko «χρυσοκόκκινος, χρυσοκίτρινος», όπως και το αντίστοιχο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»