-
1 κνηκίας
-
2 κνηκιας
-
3 κνηκίας
-
4 κνηκίας
κνηκίᾱς, κνηκίαςwolf: masc acc plκνηκίᾱς, κνηκίαςwolf: masc nom sg (attic epic doric aeolic)κνηκίᾱς, κνηκόςpale yellow: masc acc plκνηκίᾱς, κνηκόςpale yellow: masc nom sg (attic epic doric aeolic) -
5 κνηκίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνηκίας
-
6 κνηκίην
κνηκίαςwolf: masc acc sg (epic ionic)κνηκόςpale yellow: masc acc sg (epic ionic) -
7 κνηκος
I.Iдор. κνᾱκός 3желтый, рыжий или бурый(τράγοιο δέρμα Theocr.; τράγος Anth.)
IIὅ Babr. = κνηκίας См. κνηκιαςII.ὁ бот. сафлор ( Carthamus tinctorius) Arst. -
8 κνηκίαν
κνηκίᾱν, κνηκίαςwolf: masc acc sg (attic epic doric aeolic)κνηκίαςwolf: masc acc sgκνηκίᾱν, κνηκόςpale yellow: masc acc sg (attic epic doric aeolic)κνηκόςpale yellow: masc acc sg -
9 κνηκός
-
10 κνᾱκίας
κνᾱκίας, ὁ, κνᾱκός, κνᾱκων, dor. = κνηκίας, κνηκός, κνήκων.
См. также в других словарях:
κνηκίας — κνηκίας, δωρ. τ. κνακίας, ὁ (Α) ονομασία τού λύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + κατάλ. ίας (πρβλ. βομβυκ ίας, κροκ ίας). Ο λύκος ονομάστηκε έτσι από το πυρρόξανθο χρώμα του] … Dictionary of Greek
κνηκίας — κνηκίᾱς , κνηκίας wolf masc acc pl κνηκίᾱς , κνηκίας wolf masc nom sg (attic epic doric aeolic) κνηκίᾱς , κνηκός pale yellow masc acc pl κνηκίᾱς , κνηκός pale yellow masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνηκίην — κνηκίας wolf masc acc sg (epic ionic) κνηκός pale yellow masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνηκίαν — κνηκίᾱν , κνηκίας wolf masc acc sg (attic epic doric aeolic) κνηκίας wolf masc acc sg κνηκίᾱν , κνηκός pale yellow masc acc sg (attic epic doric aeolic) κνηκός pale yellow masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήκος — κνῆκος, ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ) 1. το γένος φυτών κάρθαμος, ένα είδος τού οποίου χρησιμοποιούνταν για την εξαγωγή χρωστικής ουσίας 2. το φυτό κνίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kenәko «χρυσοκόκκινος, χρυσοκίτρινος», όπως και το αντίστοιχο… … Dictionary of Greek
κνακίας — κνακίας, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κνηκίας … Dictionary of Greek