-
1 κνίπειον
κνίπειον [ῑ] αἷμα, bloodGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνίπειον
См. также в других словарях:
κνίπειος — κνίπειος, εία, ον (Α) [κνιψ] 1. αυτός που ανήκει στον κνίπα, στη σκνίπα 2. φρ. «κνίπειον αἷμα» ονομασία ουσίας που χρησιμοποιούνταν στην αλχημεία … Dictionary of Greek