-
1 κνίδιος
-
2 Κνιδιος
-
3 Κνίδιος
Κνίδιοςof: masc nom sg -
4 Κνίδιος
II κόκκος Κ., ὁ, berry of the shrub κνέωρον ( Daphne Gnidium), used as a purgative, Eub.128, Thphr.HP9.20.2, Dsc.1.36, 4.172.IV v. κνήδιον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κνίδιος
-
5 κνίδιος
κνίδιος κόκκος, ὁ, u. κνιδό-κοκκος, ὁ, Beere des Strauches ϑυμελαία, als starkes Abführungsmittel gebrauch -
6 Κνιδίαις
Κνίδιοςof: fem dat pl -
7 Κνιδίη
Κνίδιοςof: fem nom /voc sg (epic ionic) -
8 Κνιδίην
Κνίδιοςof: fem acc sg (epic ionic) -
9 Κνιδίης
Κνίδιοςof: fem gen sg (epic ionic) -
10 Κνιδίους
Κνίδιοςof: masc acc pl -
11 Κνίδιαι
Κνίδιοςof: fem nom /voc pl -
12 Κνίδιοι
Κνίδιοςof: masc nom /voc pl -
13 Κνιδία
Κνιδίᾱ, Κνίδιοςof: fem nom /voc /acc dualΚνιδίᾱ, Κνίδιοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Κνιδίᾱͅ, Κνίδιοςof: fem dat sg (attic doric aeolic) -
14 Κνιδίας
Κνιδίᾱς, Κνίδιοςof: fem acc plΚνιδίᾱς, Κνίδιοςof: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 Κνιδίων
Κνίδιονof: neut gen plΚνίδιοςof: fem gen plΚνίδιοςof: masc /neut gen pl -
16 Κνίδιον
Κνίδιονof: neut nom /voc /acc sgΚνίδιοςof: masc acc sgΚνίδιοςof: neut nom /voc /acc sg -
17 κνιδ-έλαιον
κνιδ-έλαιον, τό, Oel aus κνίδιος κόκκος bereitet, Diosc.
-
18 κνίδειος
-
19 Κνιδίαν
Κνιδίᾱν, Κνίδιοςof: fem acc sg (attic doric aeolic) -
20 Κνιδίοις
Κνίδιονof: neut dat plΚνίδιοςof: masc /neut dat pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κνίδιος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίδιος — ια, ο (AM κνίδιος, ία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κνίδο («Κνιδία Αφροδίτη» κλασικό αριστούργημα τού γλύπτη Πραξιτέλη) 2. ως κύριο όν. ο Κνίδιος, η Κνιδία αυτός που κατάγεται από την Κνίδο («οἰκέουσι δὲ καὶ ἄλλοι καὶ Λακεδαιμονίων… … Dictionary of Greek
Εύδοξος ο Κνίδιος — (Κνίδος 408 – 355 π.Χ.). Αστρονόμος, μαθηματικός, μετεωρολόγος, γεωγράφος, γιατρός και φιλόσοφος. Η φήμη του ήταν πολύ μεγάλη και γι’ αυτό ονομάστηκε Ε. ο Ένδοξος. Ίδρυσε την ονομαστή σχολή της Κυζίκου και δίδαξε θετικές επιστήμες στην Ακαδημία… … Dictionary of Greek
Κνιδίαις — Κνίδιος of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κνιδίη — Κνίδιος of fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κνιδίην — Κνίδιος of fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κνιδίης — Κνίδιος of fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κνιδίους — Κνίδιος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κνίδιαι — Κνίδιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κνίδιοι — Κνίδιος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ктесий — Книдский Κτησίας ο Κνίδιος Титульный лист издани … Википедия