-
1 κνίδειος
-
2 κόκκος
κόκκος, ὁ, 1) der Kern der Baumfrüchte, bes. des Granatapfels; H. h. Cer. 373. 412; Her. 4, 143; oft bei Medic., bes. κόκκος κνίδειος. – 2) die Scharlachbeere, coccus tinctorius, mit der scharlachroth gefärbt wird, u. ὴ κόκκος, die Scharlacheiche, an welcher die Beeren sitzen, auch πρῖνος genannt, Theophr., Diosc.; – τὸν Τιϑύμαλλον ἐρυϑρότερον κόκκου περιπατοῦντ' ἔσϑ' ὁρᾶν Dromo bei Ath. VI, 240 d. – Bei den Aerzten. = Pillen, vgl. κοκκίς. – Bei Strat. 64 (XII, 222), τῇ χερὶ τοὺς κόκκους ἐπαφώμενος, die Testikeln. – Auch die harzigen Zapfen mancher Bäume, z. B. der Schwarzpappel.
-
3 θυμ-ελαία
θυμ-ελαία, ἡ, ein Strauch, dessen Beeren, κόκκος Κνίδειος, stark abführen, Diosc.
-
4 θυμελαία
θυμ-ελαία, ἡ, ein Strauch, dessen Beeren, κόκκος Κνίδειος, stark abführen
См. также в других словарях:
κνίδειος — κνίδειος, εία, ον (Α) [κνίδη] αυτός που ανήκει στην κνίδη, στην τσουκνίδα … Dictionary of Greek
κνίδη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 690 μ., 443 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 19 χλμ. ΒΑ της πόλης των Γρεβενών. Αποτελεί έδρα του δήμου Βεντζίου. Τον Μάιο του 1995 καταστράφηκε από ισχυρό σεισμό που έπληξε την περιοχή. * … Dictionary of Greek