-
1 δαφνη-φόρος
-
2 ἀπ-ῃόριος
-
3 δαφνηφόρος
δαφνη-φόρος, (1) Lorbeerbäume tragend, ἄλσεα, damit bepflanzt. (2) Lorbeerzweige, -kränze tragend; κλῶνες, die Lorbeerzweige
См. также в других словарях:
κλῶνες — κλών twig masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένδιος — ἔνδιος, ον (Α) 1. μεσημεριάτικος («ἔνδιοι ἱκόμεσθ ἱερόν ῥόον, Ἀλφειοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται στη διάρκεια τής ημέρας 3. ο προερχόμενος από τον ουρανό («ὕδατος ἐνδίοιο») 4. μετέωρος («κλῶνες... ἔνδιοι») 5. φρ. «ἔνδιον… … Dictionary of Greek
οπωροφόρος — α, ο (ΑΜ ὀπωροφόρος, ον) αυτός που παράγει οπώρες («ὀπωροφόροι κλῶνες», Κ. Μανασσ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οπωροφόρα τα δένδρα που παράγουν εδώδιμους καρπούς και, γενικότερα, καρπούς που έχουν οικονομική σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + … Dictionary of Greek