-
1 κλυδώνιον
A little wave, ripple, E.Hec.48, etc.: pl., Id.Hel. 1209: metaph., of a city, : collectively, surf, dub. l. in Th.2.84 (cf. κλύδων): without [var] Dim. sense, Arr.Peripl.M.Eux.3.II metaph.,κ. χολῆς A.Ch. 183
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλυδώνιον
См. также в других словарях:
κλυδώνιο(ν) — το (AM κλυδώνιον) νεοελλ. ναυτ. κυματώδης κατάσταση τής θάλασσας ενδιάμεση μεταξύ τού επισάλου και τού κλύδωνα, κν. γερή φουρτούνα (μσν. αρχ.) συμφορά, ταραχή αρχ. 1. μικρός κλύδωνας 2. ανακίνηση, κύμανση 3. ελαφρά θραύση τών κυμάτων στην ακτή.… … Dictionary of Greek