-
1 κλῑτύς
κλῑτύς, ύος, ἡ, ein abschüssiger Ort, Abhang, Hügel; πολλὰς δὲ κλιτῠς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι Il. 16, 390; ἐς κλιτὺν ἀναβάς Od. 5, 470; Παρνησία, Τ, ρυνϑία, Soph. Ant. 1131 Trach. 270; δοχμιᾶν διὰ κλιτύων Eur. Alc. 578; sp. D., wie Nic. Al. 34 u. Nonn. [Bei Hom. ist υ in den zweisylbigen Casus lang.]
-
2 κλῑτύς
κλῑτύς, ύος, ἡ, ein abschüssiger Ort, Abhang, Hügel -
3 χαράδρα
χαράδρα, ἡ, ion. χαράδρη, Erdriß, Spalt, Kluft, bes. vom reißenden Wasser gemacht, also Bett eines Waldstromes; κοίλης ἔντοσϑε χαράδρης Il. 4, 454; Her. 9, 102; u. der Waldstrom, Gieß- od. Sturzbach selbst, πολλὰς δὲ κλιτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι Il. 16, 390; Ar. Vesp. 1034. – Auch eine Schlucht, in der sich stehendes Wasser gesammelt hat, u. ein Wasser-, Abzugsgraben; Xen. Hell. 4, 2,15; Dem. 55, 5; Aesch. 2, 168; Sp. – Uebh. Schlucht, Kluft, Hohlweg, Engpaß; Her. 7, 176; κρημνώδης Thuc. 7, 78; ἀνέκβατος 3, 98; Pol. 3, 53, 5 u. öfter; Fels, Opp. Cyn. 2, 555; Felshöhle, Hal. 1, 267.
-
4 κλέτας
-
5 ἀπο-τμήγω
ἀπο-τμήγω, p. = ἀποτέμνω, abschneiden, λαιμὸν ἀποτμήξειε (v. l. ἀπαμήσειε) σιδήρῳ Iliad. 18, 34; τῷ (ἄορι) οἱ ἀποτμήξας (v. l. ἀποπλήξας) κεφαλὴν οὖδάσδε πελάσσαι Od. 10, 440; χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας (v. l. πλήξας) Iliad. 11, 146; κλιτῦς ἀποτμήγουσι χαράδραι 16, 390; μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος 22, 456; τὸν λαοῦ ἀποτμήξαντε διώκετον 10, 364; ὡς εἴ ἑ βιῴατο μοῦνον ἐόντα ἀποτμήξαντες ἐνὶ ὑσμίνῃ 11, 468; – Hes. Th. 188; Ap. Rh. 4, 1502.
-
6 κλέτας
κλέτας, τό, κλιτύς, ἀκρώρεια, Berghöhe
См. также в других словарях:
κλιτύς — κλῑτύ̱ς , κλιτύς fem acc pl κλῑτύς , κλιτύς fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιτύς — η (AM κλιτύς, ύος) βλ. κλε(ι)τύς … Dictionary of Greek
κλιτῦς — κλῑτῦς , κλιτύς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειτύς — η (Α κλειτύς και κλιτύς, ύος) κατηφορική πλαγιά όρους ή λόφου, βουνοπλαγιά, κατωφέρεια («πολλὰς δὲ κλιτῡς τότ ἀποτμήγουσι χαράδραι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω. Η λ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει τής ρίζας] … Dictionary of Greek
κλιτύας — κλῑτύας , κλιτύς fem acc pl κλῑτύας , κλιτύς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Glabrousness — (from Latin glaber = bald, hairless) is the technical term for an anatomically abnormal lack of hair or down. This may be due to a physical condition, such as alopecia universalis, which causes hair to fall out and/or prevents its growth. More… … Wikipedia
Glabro — La palma de la mano está recubierta de piel glabra. Glabro (del latín, glaber, calvo) es una denominación dada a organismos, o a sus partes, que no presentan pelos, tricomas o estructuras similares en su superficie externa. Contenido … Wikipedia Español
CLIVUS — in Glossis, ἀνάβασις. Unde Proverb. adversus clivum equum agitare, i. e. contra ascensum, in quo laborant equi. Ovid. Remed. Amor. v. 394. In clivo noster saepe laborat equus: de re ardua ac difficili, quae enitenda est. Inde arduum, pro… … Hofmann J. Lexicon universale
Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… … Dictionary of Greek
Λίγυς — ο, η (Α Λίγυς, υος, ὁ, ἡ, αρσ. και Λίγυρος και Λίγειρ, θηλ. και Λιγυστιάς, άδος και Λιγυστίς, ίδος) 1. ο κάτοικος τής Λιγυρίας 2. στον πληθ. οι Λίγυρες ή Λίγυες αρχαίος λαός που ήταν εγκατεστημένος στη μεσογειακή ακτή κοντά στις σημερινές πόλεις… … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek