-
1 κλινάρχης
A one who sits in the first place, Ph.2.537; [suff] κλῑν-αρχος, ὁ, president of an Isiac confraternity, Sammelb.5099.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλινάρχης
См. также в других словарях:
κλιματάρχης — κλιματάρχης, ὁ (AM, Μ και κλιμάταρχος) 1. διοικητής επαρχίας, έπαρχος 2. αστρολ. αυτός που κυβερνά τις ουράνιες περιοχές 3. στον πληθ. οἱ κλιματάρχαι τάξη θείων όντων που εθεωρείτο ότι κυβερνούσαν τις επίγειες χώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, ατος +… … Dictionary of Greek
ληστάρχης — ληστάρχης, ὁ (ΑM) αρχιληστής, λήσταρχος, αρχηγός ληστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + αρχης (< ἄρχω), πρβλ. κλιν άρχης, νομ άρχης] … Dictionary of Greek