-
1 κλῑνο-πάλη
κλῑνο-πάλη ἡ, das Bettringen, der Beischlaf, Sueton. Domit. 22.
-
2 ἀνα-κλῑνο-πάλη
ἀνα-κλῑνο-πάλη, ἡ, Lagerkampf, Martial. 14, 201; vgl. Böttiger Amalthea I p. 361.
-
3 κλῑνοπάλη
κλῑνο-πάλη ἡ, das Bettringen, der Beischlaf -
4 ἀνακλῑνοπάλη
См. также в других словарях:
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek