-
1 κλίσις
κλίσῑς, κλίσιςbending: fem acc pl (epic doric ionic aeolic)κλίσιςbending: fem nom sg -
2 κλισίηθεν
κλῐσί-ηθεν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλισίηθεν
-
3 κλισίηνδε
κλῐσί-ηνδε, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλισίηνδε
-
4 κλίσιον
κλῐσι-ον, τό,A outbuildings round a κλισία or herdsman's cot,περὶ δὲ κλίσιον θέε πάντῃ Od.24.208
(glossed by προστῷον, Ameriasap.Ael.Dion.Fr. 231); dub. sens. in IG11(2).156A38, 49 (Delos, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλίσιον
См. также в других словарях:
κλίσις — κλίσῑς , κλίσις bending fem acc pl (epic doric ionic aeolic) κλίσις bending fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βικέντιος του Παύλου — (Vincent de Paul, Γκασκονί 1581 – 1660).Γάλλος ιερωμένος, άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Μορφώθηκε σε μοναστήρι Φραγκισκανών και αργότερα φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Τουλούζ. Το 1600 χειροτονήθηκε ιερέας. Σύμφωνα με μια παράδοση, σε ένα… … Dictionary of Greek
Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… … Dictionary of Greek
Πικάσο, Πάμπλο Ρούιθ — (Picasso, Μάλαγα 1881 – Νίκαια 1973). Ισπανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και κεραμουργός. Από το 1891 ο πατέρας του, καθηγητής του σχεδίου, αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του. Το 1895 ο Π. φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελόνης και αργότερα… … Dictionary of Greek