-
1 προς-κλῃδονίζομαι
προς-κλῃδονίζομαι, f. L. statt προκλῃδονίζομαι, Suid. aus Ios.
-
2 προ-κλῃδονίζομαι
προ-κλῃδονίζομαι, vorher ahnden, prophezeien, Ios., Suid.
-
3 προκλῃδονίζομαι
προ-κλῃδονίζομαι, vorher ahnden, prophezeien
См. также в других словарях:
κληδονίζω — (AM κληδονίζω) [κληδών] νεοελλ. βγάζω τον κλήδονα, μαντεύω από τον κλήδονα αρχ. 1. παρέχω μαντικό σημείο, οιωνό 2. μέσ. κληδονίζομαι είμαι μάντης, παρακολουθώ τους οιωνούς και μαντεύω από αυτούς, μαντεύω από κάποιο μαντικό σημείο 3. παθ. δέχομαι… … Dictionary of Greek
προκληδονίζομαι — Α προφητεύω, προλέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κληδονίζομαι «είμαι μάντης, προφητεύω»] … Dictionary of Greek