-
1 κλόνοι
κλόνοςconfused motion: masc nom /voc pl -
2 κλονος
ὅ1) смятение, суматоха, замешательство, схватка, свалкаκατὰ κλόνον Hom. — в разгар(е) боя;
κ. ἐγχειάων Hom. — множество копий;ἀσπίστορες κλόνοι λόγχιμοι Aesch. — смятение щитов и копий, т.е. ужасы войны;ἱππιοχάρμαι κλόνοι Aesch. — конные битвы2) шутл. расстройство (sc. τῆς γαστρός Arph.) -
3 λόγχιμοι
-
4 ἀσπίστορες
ἀσπίστορες κλόνοι, Getümmel der Schildträger, Aesch. Ag. 392.
-
5 ασπιστωρ
-
6 ιππιοχαρμης
-
7 λογχιμος
-
8 λόγχιμος
λόγχ-ῐμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λόγχιμος
-
9 ἀσπίστωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσπίστωρ
-
10 ἱππιοχάρμης
A one who fights from a chariot, 24.257, Od.11.259, Hes. Fr.7; later, horseman, rider, A.Pers.29 (anap.).II as Adj., ἱ. κλόνοι the tumult of the horse-fight, ib. 105; cf. ἱπποχάρμης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππιοχάρμης
-
11 ἀσπίστορες
ἀσπίστορες κλόνοι, Getümmel der Schildträger -
12 λόγχιμοι
См. также в других словарях:
κλόνοι — κλόνος confused motion masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)