-
1 κλωστήρα
-
2 κλωστῆρα
-
3 κλωστήρ
κλωστήρ, ῆρος, ὁ, der Spinner. – Der gesponnene Faden, τὸν ἐκ βυϑοῠ κλωστῆρα σώζοντες λίνον Aesch. Ch. 500; Ar. Ran. 1347, wo der Schol. erkl. τὸ κεκλωσμένον ῥάμμα, Knäuel. – Die Spindel, Ap. Rh. 4, 1062.
-
4 κλωστήρ'
κλωστῆρα, κλωστήρspindle: masc acc sgκλωστῆρι, κλωστήρspindle: masc dat sgκλωστῆρε, κλωστήρspindle: masc nom /voc /acc dual -
5 κλωστῆρ'
κλωστῆρα, κλωστήρspindle: masc acc sgκλωστῆρι, κλωστήρspindle: masc dat sgκλωστῆρε, κλωστήρspindle: masc nom /voc /acc dual
См. также в других словарях:
κλωστῆρα — κλωστήρ spindle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωστῆρ' — κλωστῆρα , κλωστήρ spindle masc acc sg κλωστῆρι , κλωστήρ spindle masc dat sg κλωστῆρε , κλωστήρ spindle masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωστήρας — ο (AM κλωστήρ) [κλώθω] μεγάλος κλώστης, μεγάλο αδράχτι αρχ. 1. κλωστή ή νηματόδεμα («ἄτρακτον εἱλίσσουσα χεροῑν, κλωστῆρα ποιοῡσα», Αριστοφ.) 2. μτφ. το νήμα τής τύχης … Dictionary of Greek