-
1 κλωσμώ
-
2 κλωσμῷ
-
3 ποππυσμός
ποππυσμός, ὁ, = πόππυσμα; τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσϑαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ δὲ ἐγείρεσϑαι, Xen. Hipp. 9, 10; Plut. Symp. 7, 8, 4.
См. также в других словарях:
κλωσμῷ — κλωγμός clucking masc dat sg κλωσμός clucking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποππυσμός — ὁ, ΜΑ [ποππύζω] συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για κάλεσμα ή καταπράυνση τών ζώων («τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσθαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ, δὲ ἐγείρεσθαι», Ξεν.) αρχ. έπαινος, επευφημία … Dictionary of Greek