Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κλωνίσκος

См. также в других словарях:

  • κλωνίσκος — ο (Α κλωνίσκος) μικρός κλώνος ή τρυφερό κλαδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. δικηγορ ίσκος, υπαλληλίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • κλωνίσκος — ο τρυφερό κλαδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλωνίσκων — κλωνίσκος twig masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»