-
1 κλωνιά
η нитка (небольшой длины), ниточка -
2 κλωνία
κλωνίονtwig: neut nom /voc /acc pl -
3 διγόνατος
δι-γόνᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διγόνατος
-
4 καρπίον
II vulgar name for ἐλλέβορος, Hippiatr.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπίον
-
5 καρφοειδής
καρφο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρφοειδής
См. также в других словарях:
κλωνιά — η νήμα για ράψιμο ορισμένου μήκους: Μια κλωνιά μετάξι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλωνιά — και κλωνά και κλωνή, η [κλωνί] κλωστή για ράψιμο … Dictionary of Greek
κλωνία — κλωνίον twig neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκλωνος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει κλαδιά, κλωνιά: Το δεντράκι ήταν ακόμη άκλωνο. 2. αυτός που δε συνδέεται με κλωστή, κλωνιά: Η μηχανή δε δούλευε, γιατί το μασούρι ήταν άκλωνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
CINNAMOMUM — Graece Κιννάμωμον, quasi κίνναμον ἄμωμον, Latinis Cinnamomum quoque, et Cinnamum, de quo multa fabulose tradit Antiquitas, uti vidimus; Garciae ab Horto idem cum casia est: infimâ aetate Graeci Latinique Imperii cum κανέλᾳ illud quoque… … Hofmann J. Lexicon universale
δίκλωνος — η, ο 1. (για φυτά) αυτός που έχει δύο κλωνιά, κλαδιά 2. (για νήμα, ύφασμα κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από δυο κλωστές στριμμένες μαζί … Dictionary of Greek
θρυβόξυλα — και θρυπτόξυλα, τά (Μ) κλωνιά τής θύμβρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θρυβόξυλα ή θρυμβόξυλα < θύμβρον «πικρή βοτάνη», με μετάθεση + ξύλα] … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
κοντοκλαδεύω — κόβω τα κλαδιά ενός δέντρου έτσι ώστε να μείνουν κοντά, κλαδεύω κοντά τα κλωνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + κλαδεύω ή < κοντοκλάδι] … Dictionary of Greek
λυγοειδής — λυγοειδής, ες (Α) [λύγος] αυτός που μοιάζει με λυγαριά («κλωνία λυγοειδῆ», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
κλωνί — το 1. κλωνάρι. 2. κλωνιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)