-
1 κλυτονοος
-
2 κλυτόνοος
κλυτόνοοςfamous for wisdom: masc /fem nom sgκλυτόνουςmasc /fem nom sg -
3 κλυτόνοος
κλῠτό-νοος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλυτόνοος
См. также в других словарях:
κλυτόνοος — famous for wisdom masc/fem nom sg κλυτόνους masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek