-
1 κλυτομητις
См. также в других словарях:
κλυτόμητις — κλυτόμητις, ι (AM) ξακουστός για τη σοφία του και τη σύνεσή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + μητις (< μῆτις «σοφία»), πρβλ. αγκυλό μητις, ποικιλό μητις] … Dictionary of Greek
κλυτόμητις — famous for skill fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυτόμητι — κλυτόμητις famous for skill fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυτόμητιν — κλυτόμητις famous for skill fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)