Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κλυδωνίζομαι

См. также в других словарях:

  • κλυδωνίζομαι — κλυδωνίζομαι, κλυδωνίστηκα, κλυδωνισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κλυδωνίζομαι — pres ind mp 1st sg κλυδωνίζω to be buffeted pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδωνίζομαι — (AM κλυδωνίζομαι) [κλύδων] 1. συνταράσσομαι από μεγάλη φουρτούνα, παλεύω με τα κύματα («το πλοίο κλυδωνιζόταν πολλές ώρες και κινδύνευσε να βυθιστεί») 2. μτφ. συνταράσσομαι ή ταλαιπωρούμαι όπως σε θαλασσοταραχή, βρίσκομαι σε ταραχώδη ή ασταθή… …   Dictionary of Greek

  • κλυδωνίζομαι — ίστηκα, ταράζομαι από δυνατή θαλασσοταραχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλυδωνιζομένων — κλυδωνίζομαι pres part mp fem gen pl κλυδωνίζομαι pres part mp masc/neut gen pl κλυδωνίζω to be buffeted pres part mp fem gen pl κλυδωνίζω to be buffeted pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδωνιζόμενον — κλυδωνίζομαι pres part mp masc acc sg κλυδωνίζομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg κλυδωνίζω to be buffeted pres part mp masc acc sg κλυδωνίζω to be buffeted pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδωνίζῃ — κλυδωνίζομαι pres subj mp 2nd sg κλυδωνίζομαι pres ind mp 2nd sg κλυδωνίζω to be buffeted pres subj mp 2nd sg κλυδωνίζω to be buffeted pres ind mp 2nd sg κλυδωνίζω to be buffeted pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδωνιζομένη — κλυδωνίζομαι pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) κλυδωνίζω to be buffeted pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδωνιζομένην — κλυδωνίζομαι pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) κλυδωνίζω to be buffeted pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδωνιζομένης — κλυδωνίζομαι pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) κλυδωνίζω to be buffeted pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυδωνιζομένοις — κλυδωνίζομαι pres part mp masc/neut dat pl κλυδωνίζω to be buffeted pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»