См. также в других словарях:
πλοκέας — ο / πλοκεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος μικρόσωμων στρουθιόμορφων εντομοφάγων πτηνών τής οικογένειας τών πλοκεϊδών, που μοιάζουν με σπίνους και χαρακτηρίζονται για την κυπελλόμορφη σαν φλασκί φωλιά τους η οποία είναι πλεγμένη με κλαδιά και άλλα… … Dictionary of Greek