-
1 κλοπεία
κλοπ-εία (A v.l. κλωπεία), ἡ, brigandage, Str.15.3.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλοπεία
См. также в других словарях:
οπωριμείος — ὀπωριμεῑος, εία, ον (Α) (αμφβλ. ανάγν.) ο σχετικός με οπώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αμφβλ. ανάγν. Θεωρείται ότι ο τ. αποδίδει το επίθ. ὀπωριμαῖος (πρβλ. κλοπ ιμαίος)] … Dictionary of Greek