-
1 κλοπικος
См. также в других словарях:
κλοπικός — κλοπικός, ή, όν (Α) [κλοπή] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κλέφτη («τὸ κλοπικόν τε καὶ τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
κλοπικόν — κλοπικός thievish masc acc sg κλοπικός thievish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπικοῖς — κλοπικός thievish masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)