Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κλοπαῖος

См. также в других словарях:

  • κλοπαίος — κλοπαῑος, αία, αῖον (Α) [κλοπή] 1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, ο κλεμμένος («θηρῶμαι πυρὸς πηγὴν κλοπαίων», Αισχύλ.) 2. λαθραίος, δόλιος («τῶν κλοπαίων τε καὶ βιαίων πάντων τὰς ζημίας», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • κλοπαῖον — κλοπαῖος stolen masc acc sg κλοπαῖος stolen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπαῖα — κλοπαῖος stolen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπαίας — κλοπαί̱ᾱς , κλοπαῖος stolen fem acc pl κλοπαί̱ᾱς , κλοπαῖος stolen fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπαίων — κλοπαί̱ων , κλοπαῖος stolen fem gen pl κλοπαί̱ων , κλοπαῖος stolen masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπαίως — κλοπαί̱ως , κλοπαῖος stolen adverbial κλοπαί̱ως , κλοπαῖος stolen masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωπήιος — κλωπήιος, ΐη, ον (Α) [κλωψ] (ιων. και ποιητ. τ.) κλοπαίος* …   Dictionary of Greek

  • κλοπαίαν — κλοπαί̱ᾱν , κλοπαῖος stolen fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπαίου — κλοπαί̱ου , κλοπαῖος stolen masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»