-
1 κλινοπηγός
κλινοπηγόςmasc nom sg -
2 κλινοπηγός
κλῑνο-πηγός, ὁ,A = κλινοποιός, Theognost.Can.96, CIG 2135 ( κλεινο-, loc. incert.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλινοπηγός
-
3 κλῑνοπηγός
κλῑνο-πηγός, ὁ, der Betten, Sänften u. dgl. zusammenfügt, macht -
4 κλῑνο-ποιός
κλῑνο-ποιός, = κλινοπηγός; Plat. Rep. X, 596 e; Dem. 27, 9.
-
5 κλῑνο υργός
κλῑνο υργός, = κλινοπηγός, Plat. Rep. X, 597 a.
См. также в других словарях:
κλινοπηγός — κλινοπηγός, ὁ (AM) κλινοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. ναυ πηγός] … Dictionary of Greek
κλινοπηγός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρματοπηγός — ἁρματοπηγός, ο (Α) αυτός που κατασκευάζει άρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, τος + πηγός < πήγνυμι (πρβλ. καρροπηγός, κλινοπηγός, σοροπηγός)] … Dictionary of Greek
κλινοπηγία — κλινοπηγία, ἡ (Α) [κλινοπηγός] η κατασκευή κλινών … Dictionary of Greek