Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κλινοπηγός

См. также в других словарях:

  • κλινοπηγός — κλινοπηγός, ὁ (AM) κλινοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. ναυ πηγός] …   Dictionary of Greek

  • κλινοπηγός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρματοπηγός — ἁρματοπηγός, ο (Α) αυτός που κατασκευάζει άρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, τος + πηγός < πήγνυμι (πρβλ. καρροπηγός, κλινοπηγός, σοροπηγός)] …   Dictionary of Greek

  • κλινοπηγία — κλινοπηγία, ἡ (Α) [κλινοπηγός] η κατασκευή κλινών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»