-
1 κλητέος
II κλητέον, one must call, ib. 470d, LXX Ep.Je.63, Max. Tyr.40.5, Iamb. Myst.3.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλητέος
-
2 κλητεύω
A summon into court, or give evidence that a legal summons has been served, Ar.Nu. 1218; τινα D.18.150; τινι Ar.V. 1413, cf. Is.Fr. 108, D.32.30:—[voice] Med., procure the issuing of the summons,κ. τὴν δίκην Arist.Pr. 951a27
:—[voice] Pass., = ἐκκλητεύεσθαι, Is. l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλητεύω
-
3 κλητήρ
-
4 κλητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλητικός
-
5 κλητός
2 called out, chosen, Il.9.165.3 invoked, Anon. ap. Suid.4 summoned to court, PAmh.2.79.5 (ii A.D.).II Subst. κλητή (sc. ἐκκλησία), ἡ, convocation, LXX Ex.12.16, Le.23.2 (pl.). -
6 κλητροί
κλητ-ροί· κλήτορες, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλητροί
-
7 κλητρόν
κλητ-ρόν· καλούμενον, κλήοσιν, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλητρόν
-
8 κλήτωρ
-
9 κλήω
κλήω, old [dialect] Att. for κλείω (A). [full] κλῑβᾰν-άριος, [suff] κλητ-εύς, [suff] κλητ-ίτης, [suff] κλητ-οειδής, [suff] κλῆτ-ος, v. κριβ-. [full] κλιδία· τάριχος, Hsch. (cf.
См. также в других словарях:
-αι — (ΑΝ) κατάληξη ονομαστικής και κλητικής πληθυντικού τών ονομάτων τής α κλίσεως (π. χ. ἡμέραι, χῶραι, ταμίαι, ἐπαγγελματίαι). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ονομ./κλητ. πληθ. σε αι τής Ελληνικής (θεαί, χῶραι) είναι αναλογικός σχηματισμός κατά τα θεματικά* κλιτά… … Dictionary of Greek
άνα — (I) ἄνα (Α) [ἄναξ] 1. (κλητ. τού ἄναξ) βασιλιά (μόνο στις φρ. ὦ ἄνα και συνηρ. ὦνα και Ζεῡ ἄνα και πάντα ως προσαγόρευση θεών) 2. (κλητ. αντί τού ἄνασσα) βασίλισσα. (II) ἄνα, η (Α) [ἄνω] η ἄνυσις*. (III) ἄνα (Α) [ἀνά] αναστροφή τής προθέσεως ἀνά… … Dictionary of Greek
βρε — και μπρε και ωρε και μωρέ και ρε 1. (επιφώνημα) δηλώνει έκπληξη, θαυμασμό, απορία κ.λπ. για πράγματα ή γεγονότα ανέλπιστα («βρε!», «βρε, βρε», «βρε, κακό πού παθα») 2. (κλητικό) δηλώνει: α) περιφρόνηση («βρε παλιοτόμαρο») β) οικειότητα («βρε… … Dictionary of Greek
κυνολύγματε — ή κυνολολύγματε (Α) κλητ. προσφώνηση τής Σελήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυνολύγματε (τ. κλητ. από άχρ. όν. κυνολύγματος) < κυν(ο) * + λυγμός, ενώ ο τ. κυνολολύγματε < κυν(ο) * + ὀλολυγμός)] … Dictionary of Greek
μέλε — (Α) αττ. κλητ. που χρησιμοποιήθηκε: α) ως φιλική προσφώνηση για οικεία, αγαπημένα πρόσωπα και τών δύο φύλων με τη σημ. φίλε, αγαπητέ, καλέ μου, ευλογημένε, καημένε («ἐπειδή γ , ὦ μέλε, ἤσθοντο τὰς ἀφύας παρ ἡμῑν ἀξίας», Αριστοφ.) β) σαρκαστικά,… … Dictionary of Greek
πότνια — ἡ, τ. κλητ. και πότνα, Α (ως τιμητική προσφώνηση θεάς ή εξέχουσας θνητής γυναίκας) 1. ως ουσ. βασίλισσα, δέσποινα, κυρία 2. ως επίθ. τιμημένη, σεβαστή, μεγαλοπρεπής 3. στον πληθ. ως κύριο όν. αἱ Πότνιαι α) προσωνυμία τών Ευμενίδων β) πόλη τής… … Dictionary of Greek
τάν — τάς ΝΜΑ (δωρ. τ. αιτ. και γεν. τού θηλ. άρθρ. αντί τήν, τῆς) φρ. «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾱς» α) (παρακελευσματική φράση που έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες μητέρες στους γιους τους όταν έφευγαν για τον πόλεμο) ή νικητής να φέρεις πίσω την ασπίδα αυτή ή να… … Dictionary of Greek
Δαμάτηρ — (Α) 1. δωρ. τ. τού Δημήτηρ 2. η κλητ. Δάματερ ως επιφώνημα εκπλήξεως 3. «Δαμάτερος ακτά (ή καρπός)» το ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Δημήτηρ] … Dictionary of Greek
Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… … Dictionary of Greek
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
αβάς — O ηγούμενος του αβαείου, δηλαδή μεγάλου μοναστηριού της καθολικής εκκλησίας. Επίσης, τίτλος των επισκόπων της συριακής και της κοπτικής εκκλησίας. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες χρησιμοποιούσαν τον όρο ως τιμητική προσαγόρευση των μοναχών. H… … Dictionary of Greek