-
1 κλητέος
II κλητέον, one must call, ib. 470d, LXX Ep.Je.63, Max. Tyr.40.5, Iamb. Myst.3.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλητέος
См. также в других словарях:
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek