Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κλητηράς

См. также в других словарях:

  • κλητήρας — ο (AM κλητήρ, ῆρος) αυτός που καλεί κάποιον στο δικαστήριο («ἀνακύψεται κλητῆρ ἄγουσ ἕωθεν ἡ Σαλαμινία», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. κατώτερος δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, που εκτελεί βοηθητικές εργασίες α) «δικαστικός κλητήρας» υπάλληλος αρμόδιος… …   Dictionary of Greek

  • κλητήρας — ο 1. κατώτερος υπάλληλος δημόσιου ή ιδιωτικού γραφείου που κάνει διάφορα υπηρετικά έργα και κάθεται συνήθως στην εξώπορτα για να αναγγέλλει και να μπάζει τους επισκέπτες: Είναι κλητήρας του Υπουργείου Οικονομικών. 2. «δικαστικός κλητήρας»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλητῆρας — κλητήρ summoner masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστικός κλητήρας — Βλ. λ. δικαστικός επιμελητής …   Dictionary of Greek

  • καβάσης — ο 1. κλητήρας τής Υψηλής Πύλης και τών υπουργείων τής παλαιάς Τουρκίας 2. ένοπλος κλητήρας ή θυρωρός πρεσβείας ή προξενείου τής παλαιάς Τουρκίας και Αιγύπτου, με ιδιόρρυθμη στολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kavas] …   Dictionary of Greek

  • ακλήτευτος — η, ο [κλητεύω] αυτός που δεν τόν κάλεσε δικαστικός κλητήρας να προσέλθει ως μάρτυρας ή ως διάδικος στο δικαστήριο …   Dictionary of Greek

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • δήμαρχος — Ο αιρετός άρχοντας του δήμου. Στην αρχαία Αθήνα οι δ. εκλέγονταν για έναν χρόνο και ήταν εξουσιοδοτημένοι να συγκαλούν τη συνέλευση των δημοτών και να φροντίζουν για την εκτέλεση των αποφάσεών της, να διαχειρίζονται τα χρήματα του δήμου, να… …   Dictionary of Greek

  • εκβιβαστής — ο (AM ἐκβιβαστής) νεοελλ. αυτός που ξεφορτώνει πλοία αρχ. αυτός που εκτελεί μια απόφαση, ο δικαστικός κλητήρας …   Dictionary of Greek

  • επιδίδω — (AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω) 1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν») 2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις»,… …   Dictionary of Greek

  • καγκελάριος — Αξίωμα που πρωτοεμφανίστηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους και κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε αντίστοιχο του πρωθυπουργού (διατηρείται και σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία) ή του υπουργού Εξωτερικών. Βλ. λ. καγκελαρία. Στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»