Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κληρουχικός

См. также в других словарях:

  • κληρουχικός — κληρουχικός, ή, όν (Α) [κληρούχος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κληρουχία, σε αποικία (α. «γῆ κληρουχική» γη για παραχώρηση, για διανομή σε κληρούχους, Αριστοφ. β. «κληρουχικός νόμος» μετάφρ. στα Ελληνικά τού λατ. lex agraria από τον Πλούτ. γ …   Dictionary of Greek

  • κληρουχικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρουχικά — κληρουχικός of neut nom/voc/acc pl κληρουχικά̱ , κληρουχικός of fem nom/voc/acc dual κληρουχικά̱ , κληρουχικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρουχικῶν — κληρουχικός of fem gen pl κληρουχικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρουχικοῖς — κληρουχικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρουχικῆς — κληρουχικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρουχική — κληρουχικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρουχικήν — κληρουχικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρονομικός — ή, ό / χωρονομικός, ή, όν, ΝΑ [χωρονομῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανομή τών γαιών μιας χώρας αρχ. φρ. «χωρονομικὸς νόμος» ο κληρουχικός νόμος (Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»