-
1 κληρουχικος
-
2 κληρουχικός
κληρουχικόςof: masc nom sg -
3 κληρουχικός
A of or for a κληρουχία, γῆ κ. land for allotment, Ar.Nu. 203 (in Egypt, land held by κληροῦχοι, PSI4.344.6(iii B.C.), PTeb.5.194(ii B.C.)); τὰ κ. (sc. χρήματα) D.14.16; νόμος κ., = Lat. lex agraria, Plu.CG5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κληρουχικός
-
4 κληρουχικά
κληρουχικόςof: neut nom /voc /acc plκληρουχικά̱, κληρουχικόςof: fem nom /voc /acc dualκληρουχικά̱, κληρουχικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 κληρουχική
κληρουχικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 κληρουχικήν
κληρουχικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
7 κληρουχικών
-
8 κληρουχικῶν
-
9 κληρουχικής
-
10 κληρουχικῆς
-
11 κληρουχικοίς
-
12 κληρουχικοῖς
-
13 Agrarian
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Agrarian
См. также в других словарях:
κληρουχικός — κληρουχικός, ή, όν (Α) [κληρούχος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κληρουχία, σε αποικία (α. «γῆ κληρουχική» γη για παραχώρηση, για διανομή σε κληρούχους, Αριστοφ. β. «κληρουχικός νόμος» μετάφρ. στα Ελληνικά τού λατ. lex agraria από τον Πλούτ. γ … Dictionary of Greek
κληρουχικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρουχικά — κληρουχικός of neut nom/voc/acc pl κληρουχικά̱ , κληρουχικός of fem nom/voc/acc dual κληρουχικά̱ , κληρουχικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρουχικῶν — κληρουχικός of fem gen pl κληρουχικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρουχικοῖς — κληρουχικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρουχικῆς — κληρουχικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρουχική — κληρουχικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρουχικήν — κληρουχικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρονομικός — ή, ό / χωρονομικός, ή, όν, ΝΑ [χωρονομῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανομή τών γαιών μιας χώρας αρχ. φρ. «χωρονομικὸς νόμος» ο κληρουχικός νόμος (Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek