-
1 κληρονομώ
[клирономо] р. наследовать, получать в наследство.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κληρονομώ
-
2 наследовать
-
3 наследовать
наслед||оватьсов и несов1. (что-л.) κληρονομώ, διαδέχομαι·2. (кому-л.) κληροδοτώ, κληρονομώ. -
4 наследовать
-дую, -дуешьρ.δ.κ.σ.1. μ. κληρονομώ•он -ал этот дом от отца αυτός κληρονόμησε αυτό το σπίτι από τον πατέρα•
-все пороки предков κληρονομώ όλα τα ελαττώματα των προγόνων•
сын -ал этот дом от отца ο γιος κληρονόμησε αυτό το σπίτι από τον πατέρα•
он -ал своему дяде αυτός κληρονόμησε το θείο του.
2. διαδέχομαι.1. κληρονομούμαι.2. διαδέχομαι. -
5 наследие
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наследие
-
6 состояние
состояни||е Iс ἡ κατάσταση [-ις]:газообразное \состояние ἡ ἀεριώδης κατάσταση· моральное \состояние τό ἡθικό· \состояние здоровья ἡ κατάσταση τής ὑγείας· по \состояниеκ> здоровья διά λόγους ὑνείας· находиться в \состояниеи войны βρίσκομαι σέ κατάσταση πόλεμου· ◊ быть в \состояниеи сделать что-л. εἶμαι σέ θέση νά κάνω κάτι· быть не в \состояниеи сделать что-л. δέν εἶμαι σέ θέση νά κάνω κάτι.состояние IIс (капитал, имущество) ἡ περιουσία:получать \состояние κληρονομώ περιουσία· составлять \состояние κάνω περιουσία. -
7 унаследовать
унаследоватьсов κληρονομώ. -
8 наследовать
[νασλιένταβατ'] ρ. κληρονομώ, διαδέχομαι -
9 унаследовать
[ουνασλιένταβατ'] ρ. κληρονομώ -
10 наследовать
[νασλιένταβατ'] ρ κληρονομώ, διαδέχομαι -
11 унаследовать
[ουνασλιένταβατ'] ρ κληρονομώ
См. также в других словарях:
κληρονομώ — κληρονομώ, κληρονόμησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. κληρονομάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κληρονομώ — και κληρονομάω κληρονόμησα, κληρονομήθηκα, κληρονομημένος 1. παίρνω κληρονομιά: Κληρονόμησε την περιουσία του θείου του. 2. παίρνω σωματική ή ψυχική ιδιότητα από τους γονείς ή τους προγόνους: Την ασθένεια αυτή την κληρονόμησε από τον πατέρα της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κληρονομώ — και άω (AM κληρονομῶ, έω, Α δωρ. τ. κλαρονομῶ) [κληρονόμος] 1. γίνομαι κάτοχος ενός χρηματικού ποσού ή κινητού πράγματος, το οποίο περιέρχεται σε μένα από κληρονομιά, γίνομαι κληρονόμος, παίρνω κάτι ως μερίδιο από κληρονομιά (α. «κληρονόμησε από… … Dictionary of Greek
κληρονομῶ — κληρονομέω inherit pres subj act 1st sg (attic epic doric) κληρονομέω inherit pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονόμω — κληρόνομος heir masc nom/voc/acc dual κληρόνομος heir masc gen sg (doric aeolic) κληρονόμος masc nom/voc/acc dual κληρονόμος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονόμῳ — κληρόνομος heir masc dat sg κληρονόμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονομίζω — (Α) (μτγν. τ.) κληρονομώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κληρονομώ, με σχηματισμό κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
PARENTES — a PARIENDO dicti, magno in honore ubique habiti sunt. Cum enim natura exiguam hominibus vitae periodum circumscripserit, eiusque usuram dederit, tamquam pecuniae, nullâ praestitutâ die, facile suis exhauriretur civitas civibus, nisi cives… … Hofmann J. Lexicon universale
αγχιστεύω — ἀγχιστεύω (Α) 1. βρίσκομαι κοντά ή πάρα πολύ κοντά σε κάποιον ή κάτι: «γῆ ἀγχιστεύουσα πόντῳ» (Ευρ. Τρωάδες, στίχ. 224) 2. είμαι ο νόμιμος κληρονόμος κάποιου που πέθανε, λόγω στενής συγγένειάς μου προς αυτόν 3. (στην ΠΔ) α) «ἀγχιστεύω τινά»,… … Dictionary of Greek
ακληρονόμητος — η, ο (Μ ἀκληρονόμητος, ον) [κληρονομῶ] αυτός που δεν έχει κληρονόμους νεοελλ. αυτός που δεν κληρονομήθηκε, που δεν περιήλθε σε κληρονόμους … Dictionary of Greek
αλληλοκληρονομώ — και ούμαι (Μ ἀλληλοκληρονομῶ, οῦμαι) είμαι νόμιμος κληρονόμος κάποιου που είναι ταυτόχρονα κληρονόμος δικός μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + κληρονομῶ ( οῦμαι). ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αλληλοκληρονομία] … Dictionary of Greek