-
1 κληρικοκρατία
κληρικοκρατία η1) господство церкви, клерикализм;2) (в Католической церкви) политическое направление, имеющее своей целью расширение влияния Католической церкви в культурной, социальной, политической и других сферах жизнедеятельности обществаΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > κληρικοκρατία
-
2 κληρικισμός
ο, κληρικοκρατία η господство церкви, клерикализм -
3 κληρικαλισμός
κληρικαλισμός οсм. κληρικοκρατίαΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > κληρικαλισμός
См. также в других словарях:
κληρικοκρατία — και κληροκρατία, η βλ. κληρικαλισμός … Dictionary of Greek
κληρικαλισμός — Πολιτική τάση που υποστηρίζει και επιδιώκει την ανάδειξη της Εκκλησίας και του κλήρου σε ηγετική δύναμη της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής μιας χώρας. Ονομάζεται και κληροκρατία. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν τη συμμετοχή του κλήρου στα … Dictionary of Greek
κληροκρατία — η κληρικαλισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κληρικοκρατία] … Dictionary of Greek
παπαδοκρατία — η [παπαδοκρατούμαι] η απόλυτη και καταθλιπτική κυριαρχία τού κλήρου πάνω στον λαό, κληρικοκρατία … Dictionary of Greek
κληροκρατία — κληροκρατία, η και κληρικοκρατία, η πολιτικοκοινωνική κυριαρχία του κλήρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)