Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κληματαριά

См. также в других словарях:

  • κληματαριά — Φυτό αμπελιού που αναρριχάται σε δοκάρια ή τοίχους κατοικιών ή καλλιεργείται σε μεγάλες εκτάσεις. Το κλάδεμά του γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε τα καρποφόρα κλαδιά να βρίσκονται σε αρκετή απόσταση από το έδαφος. Η καλλιέργεια της κ. ήταν πολύ… …   Dictionary of Greek

  • κληματαριά — η αμπέλι που τα κλαδιά του αναρριχώνται σε τοίχους ή φράχτες ή απλώνονται σε οριζόντια δοκάρια, κρεβατίνα: Έκοψε τα σταφύλια της κληματαριάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …   Dictionary of Greek

  • κληματερός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην κληματαριά ή προέρχεται από κληματαριά («κληματερά σταφύλια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλήμα, ατος + επίθημα ερός*] …   Dictionary of Greek

  • κρεβατίνα — η 1. ξύλινη ή μεταλλική σχάρα πάνω στην οποία απλώνεται η κληματαριά 2. η κληματαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεβ(β)άτι + κατάλ. ίνα (πρβλ. κασετ ίνα, σοκολατ ίνα)] …   Dictionary of Greek

  • -αριά — κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Ειδικότερα, από ουσιαστικά σε άρι σχηματίστηκαν θηλ. ουσιαστικά σε ιά (πρβλ. καλαμάρι καλαμαριά, φεγγάρι φεγγαριά, πενηντάρι πενηνταριά), από την οποία αργότερα αποσπάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • αμάμαξυς — ἀμάμαξυς ( υος και υδος), η (Α) κληματαριά που στηρίζεται σε δύο πασσάλους 2. χωλός που στηρίζεται σε δύο βακτηρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Απαντά και τ. άμάμαξυς με δασεία κατά παρετυμολογική σύνδεση με το επίρρ. ἅμα «συγχρόνως,… …   Dictionary of Greek

  • αναδενδράδα — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται φυτά που αναρριχώνται σε δέντρα. Ειδικότερα όμως o όρος χρησιμοποιείται για τα αμπέλια που στηρίζονται πάνω σε δέντρα ή τεχνητά στηρίγματα, δηλαδή τις γνωστές μας κρεβατίνεςκληματαριές. * * * και αναδεντράδα, η (Α… …   Dictionary of Greek

  • αναδενδρίτης — ἀναδενδρίτης (ενν. οἶνος), ο (Α) [ἀναδενδράς] (κρασί) που παράγεται από αναδενδράδα, από κληματαριά …   Dictionary of Greek

  • αστύλωτος — η, ο (Α ἀστύλωτος, ον) [στυλώ] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στερεωθεί με στύλο ή στύλους («αστύλωτη κληματαριά») 2. εκείνος που δεν έχει στυλωθεί ή που δεν έχει τονωθεί με φαγητό ή ποτό αρχ. (για πλοίο) ανερμάτιστος …   Dictionary of Greek

  • ησκιώνω — [ήσκιος] 1. (μτβ. και αμετβ.) σκιάζω, απλώνω τη σκιά μου πάνω σε κάτι («η κληματαριά ησκιώνει την είσοδο») 2. (για σύννεφα) σκιάζω ή αποκρύπτω κάτι με τη σκιά μου 3. προκαλώ δυσάρεστη ατμόσφαιρα, καλύπτω κάτι με πέπλο ψυχικής ψυχρότητας («το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»