-
1 κληδονιστής
κληδονιστής, ὁ, der eine Vorbedeutung beobachtet, u. dazu adj. κληδονιστικός haben.
-
2 κληδονιστής
κληδονιστής, ὁ, der eine Vorbedeutung beobachtet, u. dazu adj. κληδονιστικός haben
См. также в других словарях:
κληδονιστής — κληδονιστής, ὁ (Μ) [κληδονίζω] αυτός που παρατηρεί σημεία, οιωνούς, και προμαντεύει … Dictionary of Greek