Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κλεῖϑρον

См. также в других словарях:

  • κλεῖθρον — bar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεῖθρα — κλεῖθρον bar neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλείθροις — κλεῖθρον bar neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλείθροισι — κλεῖθρον bar neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλείθροισιν — κλεῖθρον bar neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλείθρου — κλεῖθρον bar neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλείθρων — κλεῖθρον bar neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλείθρῳ — κλεῖθρον bar neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλῇθρα — κλεῖθρον bar neut nom/voc/acc pl (attic) κλήιθρον bar neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλῇθρον — κλεῖθρον bar neut nom/voc/acc sg (attic) κλήιθρον bar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλείθρο — το (Α κλεῑθρον, ιων. τ. κλήϊθρον, δωρ. τ. κλᾷθρον, αττ. τ. κλῇθρον) ο μοχλός με τον οποίο κλείνεται η πόρτα, η αμπάρα, ο σύρτης (α. κλῇθρα γὰρ πυλῶν τάδε διοίγεται», Σοφ. β. «τὰ δὲ πρόπυλα τῆς εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ σιδηροῑς κλείθροις και κλεισὶν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»