Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κλεῖδας

См. также в других словарях:

  • κλειδάς — ο (AM κλειδᾱς, ᾱ) [κλεις] αυτός που κατασκευάζει κλειδιά, κλειδαράς …   Dictionary of Greek

  • κλεῖδας — κλείς clavis fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CLIDIUM — apud Plinium, l. 9. c. 15. Thynni, membratim caesi, cervice et abdomine commendantur atque clidio, recenti duntaxat: Festo, ex Naevio, petimen piscinum, quod est inter duos armos ad pectus: Iugulus aliis. Claviculas Medici vocant, hinc Athen. l.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δελτοειδής — Ογκώδης μυς που καλύπτει την άρθρωση του ώμου, εκφύεται από τα οστά της κλείδας και της απόφυσης της ωμοπλάτης και καταφύεται στο μέσο του βραχιονίου. Από αυτόν εξαρτάται η ανυψωτική κίνηση του βραχίονα. Η ονομασία του οφείλεται στο σχήμα του,… …   Dictionary of Greek

  • κατακλείδα — η (Α κατακλείς, Α και κατάκλεις και ιων. και επικ. τ. κατακληίς) το τελευταίο μέρος στίχου, συστήματος στίχων ή επιστολής, ο επίλογος ή η στερεότυπη φράση στην οποία καταλήγουν ορισμένου είδους διηγήσεις, π.χ. η κατάληξη τών παραμυθιών («και… …   Dictionary of Greek

  • κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… …   Dictionary of Greek

  • κλειδοκόκαλο — το το οστό τής κλείδας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείδα + κόκαλο (< κόκαλο), πρβλ. ραχο κόκαλο, ψαρο κόκαλο] …   Dictionary of Greek

  • στερνοκλειδικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στέρνο και στην κλείδα συγχρόνως 2. φρ. «στερνοκλειδική άρθρωση» ανατ. άρθρωση μεταξύ τού έσω άκρου τής κλείδας και τής λαβής τού στέρνου …   Dictionary of Greek

  • στερνοκλειδομαστοειδής — ές, Ν φρ. «στερνοκλειδομαστοειδής μυς» ανατ. μυς τής προσθιοπλάγιας επιφάνειας τού τραχήλου που εκφύεται από τη λαβή τού στέρνου και το έσω τριτημόριο τής κλείδας και καταφύεται στη μαστοειδή απόφυση τού κροταφικού και το έξω ημιμόριο τής άνω… …   Dictionary of Greek

  • υπερκλείδιος — α, ο, Ν ανατ. αυτός ο οποίος περιλαμβάνεται μεταξύ στερνοκλειδομαστοειδούς μυός, τραπεζοειδούς μυός και οστού τής κλείδας στην πλάγια τραχηλική χώρα («υπερκλείδιος βόθρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • υποκλείδιος — α, ο, Ν ανατ. αυτός που βρίσκεται κάτω από το οστό τής κλείδας (α. «υποκλείδιο νεύρο» β. «υποκλείδιες αρτηρίες [και φλέβες]» γ. «υποκλείδιος μυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + κλείδα + κατάλ. ιος. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. sous clavier και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»