-
1 κλειδας
-
2 κλείδας
ο см. κλειδαράς -
3 κλεῖδας
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κλεῖδας
-
4 κλεις
κλειδός, атт. κλῄς, κλῃδός, эп.-ион. κληΐς, ῗδος ἥ (pl.: nom. κλεῖδες и κλεῖς, dat. κλεισίν, acc. κλεῖδας и κλεῖς)1) засов, запорκληῗδα ἐτάνυσσεν ἱμάντι Hom. — (Эвриклея) стянула засов ремнем;
χαλᾶν κλῇδας Eur. — отпирать, отворять (дверь);καθαρὰν ἀνοῖξαι κλῇδα φρενῶν Eur. — чистосердечно открыть (свою) душу2) ключ(κληῗδι θύρας οἰγνύναι Hom.; αἱ κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν NT.)
3) застежка (sc. τῆς περόνης Hom.)4) ключицаᾗ κληῗδες ἀπ΄ ὤμων αὐχέν΄ ἔχουσιν Hom. — (место), где ключицы отделяют шею от плеч
5) pl. ( поперечные) скамьи для гребцовαὐτοὴ βάντες ἐπὴ κληῗσι κάθιζον Hom. — они, взойдя (на корабль), сели за весла
6) выход в открытое море, пролив(πόντου Eur.)
-
5 ξυμφρασσω
атт. συμφράττω1) прикладывать или ставить вплотную друг к другу(πίλους εἰρινέους Her.)
; сдвигать, смыкать(τὰς ναῦς Thuc.; τὰς σαρίσας Polyb.)
συμφράξαντες Plut. — сомкнув ряды2) отовсюду загораживать, заграждать, преграждать, запирать(τὰ παράδρομα Xen., τὰ περὴ τὰς κλεῖδας συμπεφραγμένα Arst.)
σ. τὸν λιμένα τῷ στόλῳ Plut. — блокировать порт флотом;τὰ συμπεφραγμένα Plat. — закрытые проходы -
6 συμφρασσω
атт. συμφράττω1) прикладывать или ставить вплотную друг к другу(πίλους εἰρινέους Her.)
; сдвигать, смыкать(τὰς ναῦς Thuc.; τὰς σαρίσας Polyb.)
συμφράξαντες Plut. — сомкнув ряды2) отовсюду загораживать, заграждать, преграждать, запирать(τὰ παράδρομα Xen., τὰ περὴ τὰς κλεῖδας συμπεφραγμένα Arst.)
σ. τὸν λιμένα τῷ στόλῳ Plut. — блокировать порт флотом;τὰ συμπεφραγμένα Plat. — закрытые проходы
См. также в других словарях:
κλειδάς — ο (AM κλειδᾱς, ᾱ) [κλεις] αυτός που κατασκευάζει κλειδιά, κλειδαράς … Dictionary of Greek
κλεῖδας — κλείς clavis fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CLIDIUM — apud Plinium, l. 9. c. 15. Thynni, membratim caesi, cervice et abdomine commendantur atque clidio, recenti duntaxat: Festo, ex Naevio, petimen piscinum, quod est inter duos armos ad pectus: Iugulus aliis. Claviculas Medici vocant, hinc Athen. l.… … Hofmann J. Lexicon universale
δελτοειδής — Ογκώδης μυς που καλύπτει την άρθρωση του ώμου, εκφύεται από τα οστά της κλείδας και της απόφυσης της ωμοπλάτης και καταφύεται στο μέσο του βραχιονίου. Από αυτόν εξαρτάται η ανυψωτική κίνηση του βραχίονα. Η ονομασία του οφείλεται στο σχήμα του,… … Dictionary of Greek
κατακλείδα — η (Α κατακλείς, Α και κατάκλεις και ιων. και επικ. τ. κατακληίς) το τελευταίο μέρος στίχου, συστήματος στίχων ή επιστολής, ο επίλογος ή η στερεότυπη φράση στην οποία καταλήγουν ορισμένου είδους διηγήσεις, π.χ. η κατάληξη τών παραμυθιών («και… … Dictionary of Greek
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek
κλειδοκόκαλο — το το οστό τής κλείδας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείδα + κόκαλο (< κόκαλο), πρβλ. ραχο κόκαλο, ψαρο κόκαλο] … Dictionary of Greek
στερνοκλειδικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στέρνο και στην κλείδα συγχρόνως 2. φρ. «στερνοκλειδική άρθρωση» ανατ. άρθρωση μεταξύ τού έσω άκρου τής κλείδας και τής λαβής τού στέρνου … Dictionary of Greek
στερνοκλειδομαστοειδής — ές, Ν φρ. «στερνοκλειδομαστοειδής μυς» ανατ. μυς τής προσθιοπλάγιας επιφάνειας τού τραχήλου που εκφύεται από τη λαβή τού στέρνου και το έσω τριτημόριο τής κλείδας και καταφύεται στη μαστοειδή απόφυση τού κροταφικού και το έξω ημιμόριο τής άνω… … Dictionary of Greek
υπερκλείδιος — α, ο, Ν ανατ. αυτός ο οποίος περιλαμβάνεται μεταξύ στερνοκλειδομαστοειδούς μυός, τραπεζοειδούς μυός και οστού τής κλείδας στην πλάγια τραχηλική χώρα («υπερκλείδιος βόθρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
υποκλείδιος — α, ο, Ν ανατ. αυτός που βρίσκεται κάτω από το οστό τής κλείδας (α. «υποκλείδιο νεύρο» β. «υποκλείδιες αρτηρίες [και φλέβες]» γ. «υποκλείδιος μυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + κλείδα + κατάλ. ιος. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. sous clavier και… … Dictionary of Greek