-
1 κλεψιχωλος
См. также в других словарях:
κλεψίχωλος — κλεψίχωλος, ον (Α) αυτός που κρύβει τη χωλότητά του, αυτός που χωλαίνει ανεπαίσθητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + χωλος (< χωλός), πρβλ. αμφοτερό χωλος, κατά χωλος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek
κλεψίχωλον — κλεψίχωλος disguising lameness masc/fem acc sg κλεψίχωλος disguising lameness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek