-
1 κλεπτοσύνη
κλεπτ-οσύνη, ἡ,A thievishness, knavery, Od.19.396, Man.6.207: in Prose,κ. καὶ ἐπιορκία Phld.Piet.37
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλεπτοσύνη
См. также в других словарях:
κλεψοσύνη — κλεψοσύνη, ἡ (Μ) κλοπή, κλεψιά, κλέψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ τού κλέπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κλεψ α) κατά το κλεπτ οσύνη] … Dictionary of Greek