-
1 κλεπτοσύνη
κλεπτοσύνη, ἡ, Kunst zu stehlen u. zu betrügen, übh. List u. Verschlagenheit; von Autolycus ὃς ἀνϑρώπους ἐκέκαστο κλεπτοσύνῃ ϑ' ὅρκῳ τε Od. 19, 396; op. D., wie Han. 6, 207.
-
2 κλεπτοσύνη
κλεπτοσύνη, ἡ, Kunst zu stehlen u. zu betrügen, übh. List u. Verschlagenheit -
3 ὅρκος
ὅρκος, ὁ (eigtl. = ἕρκος, also die Schranke, durch die man gehalten ist, Etwas zu thun, vgl. ὁρκάνη, ὁρκοῠρος), eigtl. der Gegenstand, bei dem man einen Eid schwört, durch den man sich bindet, der Zeuge des Eides, welcher bei den Göttern das Wasser der Styx ist, Στυγὸς ὕδωρ, ὅςτε μέγιστος ὅρκος δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι ϑεοῖσιν, Il. 15, 38, vgl. 2, 755; Hes. Th. 400. 785; ὁ δέ τοι μέγας ἔσσεται ὅρκος, Il. 1, 239; u. so ist auch ursprünglich ἐπὶ δ' ὅρκον ὄμοσσεν, 23, 42, zu nehmen, was aber den Uebergang zu der Bdtg Eid, Schwur macht, νῠν μοι ὄμοσσον καρτερὸν ὅρκον, 19, 108, ὀμνυέτω δέ τοι ὅρκον, 175, öfter; ϑεῶν μέγαν ὅρκον ἀπώμνυ, einen großen Eid bei den Göttern leistete sie, Od. 2, 377, vgl. 10, 299; auch Τρωσὶν δ' αὖ μετόπισϑε γερούσιον ὅρκον ἕλωμαι, ich werde ihnen einen Eid abnehmen, Il. 22, 119, wie ἐμεῦ δ' ἕλετο μέγαν ὅρκον, Od. 4, 746; oft in der Vrbdg ὤμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον, z. B. 5, 184, was auch eigtl. ist = schwören und den Gegenstand, bei dem man schwört, nennen und ihn zu einem bindenden machen; ὃς ἀνϑρώπους ἐκέκαστο κλεπτοσύνῃ ϑ' ὅρκῳ τε, Od. 19, 396, geschickt im Gebrauche des Eides; καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω, Pind. P. 4, 167; ϑεῶν ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν, Ol. 7, 65; ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον, N. 11, 24, bei meinem Eide; ὀμώμοται γὰρ ὅρκος ἐκ ϑεῶν μέγας, Aesch. Ag. 1257; ὅρκον αἰδεῖσϑαι, Eum. 650; τόνδ' ὅρκον αἰδεσϑεὶς ϑεῶν, Soph. O. R. 647; ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος, er wird überführt, als Meineid erkannt werden, Ai. 635; δι' ὅρκων καίπερ ὢν ἀπώμοτος, Ant. 390; ὅρκῳ ἐμμένειν, dem Eide treu bleiben, Eur. Med. 754; ὅρκον δότω μοι, er soll mir einen Eid leisten, I. T. 735, wie ὅρκους παρασχών Hipp. 1037 u. sonst oft; Ar. Ach. 249; ὅρκον ὁρκοῦν τινα, Lys. 187; in Prosa, σφίσι αὐτῇσι ὅρκους ἐπήλασαν, Her. 1, 146, vgl. 6, 62; ὅρκους προςάγειν τινί, einen Eid zuschieben, auflegen, 6, 74; ὅρκοις καταλαμβάνειν τινά, Thuc. 1, 91. 4, 86; δοῦναί τινι, leisten, Plat. Legg. XII, 948 c; vgl. δέχεσϑαί τε ὅρκους παρ' ἀλλήλων καὶ διδόναι, ib. 949 b, wie Xen. Hell. 1, 3, 10; κατὰ ὅρκους ἢ κατὰ τὰς ἄλλας ὁμολογίας, Plat. Rep. IV, 443 a; σὺν ϑεῶν ὅρκῳ λέγω, Xen. Cyr. 2, 3, 12; ὅρκον διδόναι, δέξασϑαι auch Dem. 33, 13, λύειν ib. 14; Folgde; ὅρκον ἐπάγειν τῷ λόγῳ, Luc. Scyth. 11; ὅρκον ἐντιϑέναι συγγράμματι, q. hist. scr. 14; a. Sp.
-
4 ὅρκος
ὅρκος, ὁ (eigtl. = ἕρκος, also die Schranke, durch die man gehalten ist, etwas zu tun), eigtl. der Gegenstand, bei dem man einen Eid schwört, durch den man sich bindet, der Zeuge des Eides, welcher bei den Göttern das Wasser der Styx ist, Στυγὸς ὕδωρ, ὅςτε μέγιστος ὅρκος δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι ϑεοῖσιν; ϑεῶν μέγαν ὅρκον ἀπώμνυ, einen großen Eid bei den Göttern leistete sie; auch Τρωσὶν δ' αὖ μετόπισϑε γερούσιον ὅρκον ἕλωμαι, ich werde ihnen einen Eid abnehmen; oft ὤμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον, was auch eigtl. ist = schwören und den Gegenstand, bei dem man schwört, nennen und ihn zu einem bindenden machen; ὃς ἀνϑρώπους ἐκέκαστο κλεπτοσύνῃ ϑ' ὅρκῳ τε, geschickt im Gebrauche des Eides; ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον, bei meinem Eide; ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος, er wird überführt, als Meineid erkannt werden; ὅρκῳ ἐμμένειν, dem Eide treu bleiben; ὅρκον δότω μοι, er soll mir einen Eid leisten; ὅρκους προςάγειν τινί, einen Eid zuschieben, auflegen; δοῦναί τινι, leisten
См. также в других словарях:
κλεπτοσύνη — κλεπτοσύνη, ἡ (Α) [κλέπτης] 1. η τέχνη τής κλοπής και τής απάτης 2. η πανουργία, ο δόλος, η απιστία («ὅς ἀνθρώπους ἐκέκαστο κλεπτοσύνη», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
κλεπτοσύνη — thievishness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεπτοσύνῃ — κλεπτοσύνη thievishness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεπτοσύναις — κλεπτοσύνη thievishness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεπτοσύνην — κλεπτοσύνη thievishness fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεπτοσύνης — κλεπτοσύνη thievishness fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… … Dictionary of Greek
κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι … Dictionary of Greek
κλεπτοσύνηισι — κλεπτοσύνῃσι , κλεπτοσύνη thievishness fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)