-
1 замкнутый
κλειστός· алгебраически - αλγεβρικά -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замкнутый
-
2 kapalı
κλειστός, κλεισμένος, σκεπαστός -
3 закрытый
1. (имеющий сверху навес или покрытие) κλειστός, σκεπασμένος· - ое помещение - χώρος 2. (недоступный для всех) κλειστός, - ое голосование η μυστική ψηφοφορία 3. мед. κρυφός, κλειστός 4. (крышкой, замком, створками и т.п.) κλειστός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закрытый
-
4 замкнутый
замкнут||ый1. прич. от замкну́ть·2. прил прям., перен ἀπομονωμένος, κλειστός/ (т.к. перен) ἐπιφυλακτικός:\замкнутыйый характер ὁ κλειστός (или ἐπιφυλακτικός) χαρακτήρας· \замкнутыйый кружок ὁ κλειστός κύκλος· вести́ \замкнутыйый образ жи́зии ζῶ ἀπομονωμένος, ζῶ κλεισμένος στον ἐαυτό μου. -
5 закрытый
закрытый в разн. знач. κλειστός в \закрытыйом помещении σε κλειστό χώρο \закрытыйое заседание η συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών* * *в разн. знач.в закры́том помеще́нии — σε κλειστό χώρο
закры́тое заседа́ние — η συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών
-
6 закрытый
επ. από μτχ.1. κλεισμένος, κλειστός•дверь -ая на замок η πόρτα είναι κλειδωμένη•
-ая машина κλειστό αυτοκίνητο•
газета закрытыйая правительством εφημερίδα, κλεισυέμένη από την κυβέρνηση (που κλείστηκε από την κυβέρνηση)•
закрытый воротник κλειστός γιακάς•
-ые границы κλειστά σύνορα.
2. όχι, για όλους, για περιορισμένο αριθμό•-ое партийное собрание κλειστή κομματική συνέλευση.
3. κρυφός μη φανερός•-ая форма туберкулеза κλειστή μορφή φυματίωσης.
εκφρ.- ое голосование – μυστική ψηφοφορία•- ое письмо – κλειστό γράμμα•- ые туфли – κλειστά παπούτσια•-ое учебное заведение οικοτροφείο, εκπαιδευτήριο εσωτερικών μαθητών•в -ом помещении – σε κλειστό χώρο. -
7 карман
1. (углубление, выемка) η υποδοχή, η εσοχή, το θυλάκιο, ο κλειστός χώρος 2. (часть одежды, отделение в портфеле или чемодане) η τσέπι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > карман
-
8 планка
το μικρό σανίδι, το σανιδάκι, ο πήχυςкиповая - ο υποστάτης, ο οδηγός του κάβουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > планка
-
9 помещение
1. (внутренность здания, место, где помещается что-л.) о χώρ/ος, το διαμέρισμα, η αίθουσαвычитаемое - мор. μη εκμεταλλεύσιμος -доильное с.-х. - αρμέγματοςмор. о χώρος ενδιαίτησηςзакрытое - мор. κλειστός -неучитываемое - мор. εκπιπτόμενος -открытое - мор. ανοικτός-складское - αποθήκευσης, η αποθήκηслужебное - υπηρεσιακός -, εργασιακός -чердачное - στη σοφίτα, η σοφίτα2. (действие) η τοποθέτηση, η εγκατάσταση, (напр. денег вбанк) η κατάθεση, (опубликование) η δημοσίευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помещение
-
10 реле
ο ηλεκτρονόμος, ο ρωστήρας, ο τηλεδιακόπτης, разг. το ρελέ (ξεν.)вызывное (тлф.) - κλίσης- γραμμήςнеполя-ризованное - ουδέτερος -, μη-πολωμένος -- έντασηςудерживающее (тлф.) - αναμονής- κράτησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реле
-
11 смычный
лингв. κλειστός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смычный
-
12 счёт
1. (подсчёт) о λογαριασμός, ο υπολογισμός 2. (квитанция) о λογαριασμός, (чек) η απόδειξη 3. (в банке) о λογαρια-σμ/όςзакрытый - προθεσμιακός -, κλειστός -контокорент-ный - см. текущий -личный - ατομικός -, ιδιωτικός -отдельный - см. особый -4. (накладная) το τιμολόγι/ο 5. (груза) мор. η καταμέτρηση των εμπορευμάτων 6. (результат подсчетов, вычислений) ο υπολογισμός 7. -а (бухг.) (финансовые операции, документы) οι λογαριασμοί 8. муз. о χρόνος 9. (в спорте) το αποτέλεσματο σκορ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > счёт
-
13 тамбур
1. ж.-д. η εξέδρα του βαγονιού, ο διάδρομος/η εξέδρα επικοινωνίας των οχημάτων/βαγονιών 2. арх. о σπόνδυλος του κίονα 3. (пристройка у входных дверей, предохраняющая от проникновения в помещение наружного воздуха) о κλειστός χώρος μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής θύρας/πόρτας (του σπιτιού, της κατοικίας), ο χώρος εισόδου, ο προθάλαμοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тамбур
-
14 цикл
ο κύκλ/ος, το κύκλωμαвключать оборудование в замкнутый - συνδέω τον εξοπλισμό σε κλειστό - о выходить из - а βγαίνω από τον - οорнитиновый хим. - της ορνιθίνηςпредельный - эл. οριακός -сердечный - мед. καρδιακός -- του OttoРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цикл
-
15 закрытый
закры||тый1. прич. от закрыть·2. прил в разн. знач. κλειστός, κλεισμένος; \закрытыйтая машина τό κλειστό αὐτοκίνητο· \закрытыйтое платье τό κλειστό φόρεμα· \закрытыйтое заседание (собрание) ἡ κλειστή συνεδρίαση· \закрытыйтое письмо́ τό κλειστό γράμμά \закрытыйтое голосование ἡ μυστική ψηφοφορία· ◊ при \закрытыйтых дверях κεκλεισμένων τῶν θυρῶν с \закрытыйтыми глазами μέ κλειστά μάτια. -
16 замкнутость
замкнут||остьж ἡ ἀπομόνωση [-ις], ἡ ἀκοινωνησία, ἡ ἐπιφυλακτικότητα [-ης], ὁ κλειστός χαρακτήρας. -
17 смычный
смычныйприл лингв. κλειστός, ἀφωνος. -
18 close
I 1. [kləus] adverb1) (near in time, place etc: He stood close to his mother; Follow close behind.) κοντά2) (tightly; neatly: a close-fitting dress.) εφαρμοστά2. adjective1) (near in relationship: a close friend.) κοντινός, στενός2) (having a narrow difference between winner and loser: a close contest; The result was close.) με μικρή διαφορά3) (thorough: a close examination of the facts; Keep a close watch on him.) προσεκτικός4) (tight: a close fit.) στενός, εφαρμοστός5) (without fresh air: a close atmosphere; The weather was close and thundery.) αποπνικτικός6) (mean: He's very close (with his money).) `σφικτός`, τσιγκούνης7) (secretive: They're keeping very close about the business.) κλειστός, εχέμυθος•- closely- closeness
- close call/shave
- close-set
- close-up
- close at hand
- close on
- close to II 1. [kləuz] verb1) (to make or become shut, often by bringing together two parts so as to cover an opening: The baby closed his eyes; Close the door; The shops close on Sundays.) κλείνω2) (to finish; to come or bring to an end: The meeting closed with everyone in agreement.) τελειώνω3) (to complete or settle (a business deal).) ολοκληρώνω2. noun(a stop, end or finish: the close of day; towards the close of the nineteenth century.) τέλος- close up -
19 inhibited
adjective (unable to relax and express one's feelings in an open and natural way.) κλειστός,γεμάτος αναστολές -
20 polo-neck
noun ((a garment especially a sweater with) a high, close-fitting part around the neck: He was wearing a polo-neck; ( also adjective) a polo-neck sweater.) γυριστός ή κλειστός γιακάς, `ζιβάγκο`
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κλεϊστός — κλεϊστός, ή, όν (Α) [κλεΐζω] φημισμένος, ξακουστός, ένδοξος … Dictionary of Greek
κλειστός — that can be shut masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειστός — ή, ό (AM κλειστός, ή, όν Α ιων. τ. κληϊστός, παλ. αττ. τ. κληστός) [κλείω (I)] 1. κλεισμένος, κλειδωμένος, σφαλιστός (α. «κλειστά παράθυρα» β. «οὐ δῶμα γαίας κλειστόν», Ευρ.) 2. αυτός διά μέσου τού οποίου δεν επιτρέπεται η επικοινωνία (α. «τα… … Dictionary of Greek
κλειστός, -ή — ό επίρρ. ά 1. κλεισμένος: Η πόρτα είναι κλειστή. 2. αυτός που δεν εργάζεται ή δε λειτουργεί: Τα μαγαζιά είναι κλειστά σήμερα. 3. «με κλειστά τα μάτια», με απόλυτη εμπιστοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κληιστά — κλειστός that can be shut neut nom/voc/acc pl (attic) κληιστά̱ , κλειστός that can be shut fem nom/voc/acc dual (attic) κληιστά̱ , κλειστός that can be shut fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κληϊστά , κλειστός that can be shut neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλῃστόν — κλειστός that can be shut masc acc sg (attic) κλειστός that can be shut neut nom/voc/acc sg (attic) κληϊστόν , κλειστός that can be shut masc acc sg (epic ionic) κληϊστόν , κλειστός that can be shut neut nom/voc/acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειστά — κλειστός that can be shut neut nom/voc/acc pl κλειστά̱ , κλειστός that can be shut fem nom/voc/acc dual κλειστά̱ , κλειστός that can be shut fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειστῶν — κλειστός that can be shut fem gen pl κλειστός that can be shut masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειστόν — κλειστός that can be shut masc acc sg κλειστός that can be shut neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληισταί — κλειστός that can be shut fem nom/voc pl (attic) κληϊσταί , κλειστός that can be shut fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληιστήν — κλειστός that can be shut fem acc sg (attic epic ionic) κληϊστήν , κλειστός that can be shut fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)