-
1 κλεϊσμός
κλεϊσμός, ὁ, Benennung, Sp.
-
2 κλεισμός
-
3 κλεϊσμός
κλεϊσμός, ὁ, Benennung -
4 συγ-κλεισμός
συγ-κλεισμός, ὁ, = σύγκλεισις, Verschluuß auch Gefängniß, LXX. u. K. S.
-
5 ἐγ-κλεισμός
ἐγ-κλεισμός, ὁ, die Einschließung, Eust.
-
6 κλισμός
κλισμός, ὁ (κλίνω), Lehnstuhl, Ruhebett, neben ϑρόνος, Od. 1, 145 u. öfter; von diesem vielleicht ursprünglich unterschieden, vgl. ϑρόνος u. Ath. V, 192 f; mit einer Fußbank versehen, Od. 4, 136; βασιλήϊος Theogn. 1191; Eur. Or. 1440; sp. D., wie Arat. 251. – Die Schreibart κλεισμός, Hesych., ist falsch.
-
7 ἐγκλεισμός
ἐγ-κλεισμός, ὁ, die Einschließung -
8 συγκλεισμός
συγ-κλεισμός, ὁ, Verschluß, auch Gefängnis
См. также в других словарях:
κλεϊσμός — κλεϊσμός, ὁ (Μ) [κλεΐζω] ονομασία, όνομα, προσηγορία … Dictionary of Greek
κλεισμός — ο (Α κλεισμός) [κλείω (Ι)] νεοελλ. κλείσιμο, εγκλεισμός μέσα σε κάτι αρχ. πάπ. αποθήκευση σε χώρο ασφαλισμένο με κλειδί («κλεισμός οίνου», πάπ.) … Dictionary of Greek
κλεισμόν — κλεισμός storing under lock and key masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek