Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κλεισιάδες

См. также в других словарях:

  • κλεισιάδες — door opening into the fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεισία — και κλισία, ἡ (Α) 1. το πανδοχείο 2. (στον πληθ. κλεισιάδες) (δ. γρφ. αντί κλεισιάδες) αἱ κλεισίαι οι μεγάλες θύρες τής αυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κλισία (< κλίνω). Το ει οφείλεται σε επίδραση τού κλείω] …   Dictionary of Greek

  • κλεισιάδα — και κλισιάδα, η (AM κλεισιάς και κλισιάς, άδος) [κλεισία] νεοελλ. 1. το θυρόφυλλο ή το παραθυρόφυλλο 2. είδος φράγματος τών ιχθυοτροφείων 3. ναυτ. α) θυρόπλοιο* β) ορθογώνιο κάλυμμα από σανίδες που κλείνει τη θυρίδα πλοίου, το μονόφυλλο πορτέλο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»