-
1 κλειδώνω
[клндоно] р. запирать на ключ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κλειδώνω
-
2 запереть
κλειδώνω, κλείνωзапри́те дверь — κλείστε την πόρτα
-
3 замок
-
4 запирать
запиратьнесов1. κλειδώνω, κλείνω:\запирать на крючок κλείνω μέ τό μανταλάκι· \запирать на засо́в μανταλώνω·2. (кого-л.) κλειδώνω·3. перен (преграждать доступ) φράζω, διαφράσσω. -
5 замкнуть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замкнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. (παλ. κ. απλ.) κλειδώνω•замкнуть дверь κλειδώνω τήν πόρτα•
замкни ее в комнату κλείσε την στο δωμάτιο.
2. (ηλεκτρ.) ανοίγω•замкнуть электрическую цепь ανοίγω το κύκλωμα•
замкнуть кольцо окружения ολοκληρώνω τον κλοιό της πολιορκίας.
|| κυκλώνω από παντού.1. κλειδώνομαι, κλείνομαι•замок -лся η κλειδωνιά έκλεισε.
2. κλειδώνομαι, μέοα.3. (ηλεκτρ.) ανοίγω, κυκλοφορώ•-лась цепь άνοιξε το κύκλωμα.
εκφρ.замкнуть в себе – κλείνομαι, στον εαυτό μου, απομονώνομαι,. -
6 замыкать
1. эл. κλείνω, ενώνω. - выключатель - το διακόπτη 2. ж.-д. κλειδώνω 3. мат. κλείνω. - многоугольник - το πολύγωνοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > замыкать
-
7 запирать
1. (на замок) κλειδώνω, κλείνω 2. (радиолампу) αποκόπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запирать
-
8 затворять
1. (закрывать) κλείνω, κλειδώνω 2. (известь) «σβήνω» (τον ασβέστη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затворять
-
9 запеканка
-
10 закрывать
закрыватьнесов1. κλείνω, σφαλίζω, σφαλῶ / σκεπάζω (покрывать)/ κόβω (перекрывать воду, газ и т. п.):\закрывать дверь κλείνω τήν πόρτα· \закрывать на ключ κλειδώνω· \закрывать крышкой σκεπάζω μέ τό καπάκι· \закрывать лицо руками σκεπάζω τό πρόσωπο μέ τό χέρια μου·2. (прекращать доступ куда-л.) κλείνω, ἀπαγορεύω:\закрывать вход ἀπαγορεύω τήν είσοδο· \закрывать границу κλείνω τά σύνορα·3. (накрывать, заслонять) σκεπάζω, καλύπτω:\закрывать ребенка одеялом σκεπάζω τό παιδί μέ τήν κουβέρτα·4. (заканчивать, прекращать) κλείνω, τελειώνω:\закрывать собрание κλείνω τή συνεδρίαση· \закрывать счет (в банке и т. ἡ.) κλείνω τό λογαριασμό· ◊ \закрывать скобки (кавычки) κλείνω τήν παρένθεση (τά είσαγωγικά)· \закрывать глаза на что́-л. κλείνω τά μάτια, κάνω τά στραβά μάτια· \закрывать рот кому́-л. βουλώνω κάποιου τό στόμα. -
11 замок
зам||ок Iм ὁ πύργος, τό κάστρο· ◊ строить воздушные \замокки χτίζω χάρτινους πύργους, χτίζω πύργους στήν ἰσπανία.зам||ок IIм1. ἡ κλειδωνιά, ἡ κλειδαριά:дверной \замок ἡ κλειδαριά τῆς πόρτας· висячий \замок τό λουκέτο· держать под \замокком κρατώ κλειδωμένο· запереть на \замок κλειδώνω·2. (оружия) ὁ ἐμπυρεύς· 3.:\замок свода архит. ὁ ἄντυξ· ◊ за семыо \замокками διπλοκλειδωμένος, κλειδομανταλωμένος. -
12 затворять
затворятьнесов κλειδώνω, κλείνω. -
13 ключ
ключ Iм1. τό κλειδί, ἡ κλείς:запирать на \ключ κλειδώνω·2. муз. τό κλειδί, ἡ κλείς:скрипичный \ключ τό κλειδί τοῦ σόλ· басовый \ключ τό κλειδί τοῦ φά.ключ IIм (источник) ἡ πηγή, ἡ βρύση, ἡ κρήνη· ◊ кипеть \ключом βράζω, κοχλάζω· бить \ключо́м ἀναβλύζω (об источнике), перен βράζω. -
14 запирать
[ζαπιράτ'] ρ. κλειδώνω -
15 затворять
[ζατβαργιάτ'] ρ. κλειδώνω -
16 запирать
[ζαπιράτ'] ρ κλειδώνω -
17 затворять
[ζατβαργιάτ'] ρ κλειδώνω -
18 дверь
-и, προθτ. о -и, в -и, πλθ. -и, -ей, οργν. -ями, κ. -рьми θ.πόρτα, θύρα•запереть дверь κλειδώνω την πόρτα•
входная дверь η είσοδος•
потайная дверь κρυφή πόρτα•
парадная дверь κυρία είσοδος•
решетчатая дверь καγκελωτή (κιγκλιδωτή) πόρτα.
εκφρ.дверь в дверь – πόρτα με πόρτα, απέναντι, βιζαβί•у -ей – επί θύραις (πολύ κοντά)•при закрытых -ях – με κλειστές τις πόρτες, κεκλεισμένων των θυρών•при открытых -ях – με ανοιχτές τις πόρτες (ελεύθερης εισόδου)•день открытых -ей – μέρα ελεύθερης εισόδου•ломить ся в открытую дверь – προσπαθώ ν’ αποδείξω κάτι που είναι ολοφάνερο•показать ή указать на дверь – δείχνω την πόρτα (για να φύγει), αποπέμπω•стучаться в дверь – χτυπώ την πόρτα (επίκειμαι). -
19 запереть
-пру, -прешь, παρλθ. χρ. запер-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заперший), παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запертый, βρ: -перт, -а, -о,επιρ. μτχ. заперев ρ.σ.μ.1. κλειδώνω, κλείνω με•запереть на ключ, на замок κλείνω με το κλαδί, την νιλειδωνιά•
запереть засовом μανταλώνω, περνώ το μάνταλο.
2. περιορίζω•запереть в монастырь κλείνω στο μοναστήρι.
|| μτφ. εμποδίζω τη διάβαση, φράζω.εκφρ.-ло дух ή дыхание – μου κλείστηκε ο λαιμός, μου πιάστηκε η αναπνοή.1. κλειδώνομαι μέσα. || μτφ. περιορίζομαι, απομονώνομαι.2. κλείνω•дверь крепко -лась η πόρτα γερά έκλεισε.
3. βλ. запираться (2 σημ.). -
20 затворить
-ори, -оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затворенный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.μ.1. κλείνω με το,μάνταλο, μανταλώνω, συρτώνω, αμπαρώνω.2. κλειδώνω μέσα, εγκλείω, περιορίζω.1. βλ. ρ. ενεργ. φ. дверь -лась η πόρτα έκλεισε.2. κλείνομαι,κλειδώνομαι, αμπαρώνομαι•они -лись втроем и что-то тайно обсуждают κλειδώθηκαν οι τρεις και μυστικά κάτι συζητούν.
|| απομονώνομαι, κλείνομαι στον εαυτό μου, αποφεύγω τα εγκόσμια.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κλειδώνω — κλειδώνω, κλείδωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κλειδώνω — (AM κλειδῶ, όω, Μ και κλειδώνω) [κλεις] κλείνω κάτι κάπου, ασφαλίζω κάτι με κλειδί («κλείδωσα καλά τις πόρτες τού σπιτιού») νεοελλ. 1. (αμτβ.) κλείνομαι με κλειδί («δεν κλειδώνει η πόρτα») 2. μτφ. κρατώ κάτι μυστικό 3. ναυτ. συνδέω με κλειδί τα… … Dictionary of Greek
κλειδώνω — κλείδωσα, κλειδώθηκα, κλειδωμένος 1. κλείνω κάτι με κλειδί: Κλειδώνει πάντα τα συρτάρια του. 2. περιορίζω κάποιον, τον κλείνω μέσα: Κλειδώνει τις κόρες του. 3. κλείνομαι με κλειδί: Δεν κλειδώνει καλά η πόρτα. 4. το μέσ., κλειδώνομαι, μένω στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διπλοκλειδώνω — κλειδώνω κάτι δύο φορές, ασφαλίζω καλά … Dictionary of Greek
σφιχτοκλειδώνω — Ν κλειδώνω σφιχτά, κλειδώνω ασφαλώς («καλώς το σεντουκάκι μου το σφιχτοκλειδωμένο», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + κλειδώνω] … Dictionary of Greek
κλειδομανταλώνω — 1. κλειδώνω καλά με μάνταλο 2. κλείνω κάτι με ασφάλεια 3. μέσ. κλειδομανταλώνομαι κλείνω ασφαλώς και με πολλές προφυλάξεις τις εισόδους τού σπιτιού ή τού δωματίου μου, ιδίως από φόβο και για αποφυγή εισόδου κακοποιών («γριά μην καμαρώνεσαι, μην… … Dictionary of Greek
Kolpokleisis — (von grch. κόλπος kólpos „Mutterschoß“, „Scheide“; κλειδώνω kleiosis „verschließen“) nennt man einen operativen Verschluss der Vagina. Die Kolpokleisis wurde früher häufiger, heute jedoch nur noch selten zur Behandlung eines Scheiden Gebärmutter… … Deutsch Wikipedia
ασφαλίζω — (AM ἀσφαλίζω και ομαι) [ασφαλής] 1. προφυλάσσω κάτι ή κάποιον από ενδεχόμενο κίνδυνο 2. (για πόλη, κάστρο κ.λπ.) κάνω ασφαλές, οχυρώνω 3. εξασφαλίζω, παρέχω βεβαιότητα, κατοχυρώνω 4. κλείνω καλά, κλειδώνω 1| αρχ. μσν. 1. δεσμεύω 2. επιβάλλω… … Dictionary of Greek
διπλομανταλώνω — (Μ διπλομανταλώνω) 1. κλειδώνω με διπλά μάνταλα, ασφαλίζω 2. περιορίζω αυστηρά … Dictionary of Greek
εγκλείω — (AM ἐγκλείω Α και ἐγκλῄω) κλείνω μέσα, κλειδώνω, περιορίζω, φυλακίζω νεοελλ. 1. (για επιστολές) βάζω κάτι μέσα στον ίδιο φάκελο 2. μτφ. περιέχω, περιλαμβάνω … Dictionary of Greek
επασφαλίζω — ἐπασφαλίζω (AM) μσν. κλειδώνω, ασφαλίζω αρχ. 1. στερεώνω, στηρίζω 2. μέσ. ἐπασφαλίζομαι εξασφαλίζω 3. (για πηγή) επουλώνομαι, κλείνω … Dictionary of Greek