-
1 κλειδουχ-
= κλῃδουχ- -
2 κλειδούχ'
-
3 κλειδοῦχ'
-
4 κλειδουχέω
II γλώσσης πικροῖς κέντροισι κλῃδουχούμενοι, perh. kept in check, E.HF 1288.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλειδουχέω
-
5 κλείδουχος
A holding the keys: hence, having charge or custody of a place, (lyr.); Ἰώ, κ. Ἥρας her priestess, A.Supp. 291, cf. Phoronis 4, E.IT 131 (lyr.), IG22.974.23,3.172.7;κ. Διός E.Hyps.Fr.3(1)i
v 28; of Pallas, tutelary goddess, Ar.Th. 1142 (lyr.); τῶν συνδέσμων ἑκάστου κ. Μοῖρα protectress of.., Plu.2.591b; of Aeacus, IG14.1746;κ. νεκύων πύλαι AP7.391
(Bass.); of Hecate, Orph.Fr. 316.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλείδουχος
См. также в других словарях:
κλειδοῦχ' — κλειδοῦχα , κλειδοῦχος neut nom/voc/acc pl κλειδοῦχε , κλειδοῦχος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)