-
1 κλαῦμα
κλαῦμα, τό, das Weinen, Klagen, nur im plur.; κλαυμάτων πηγαί Aesch. Ag. 861; κλαυμὰτων λήξασα τῶνδε Pers. 691; τοῖσιν ἄγουσιν κλαύμαϑ' ὑπάρξει Soph. Ant. 923; κλαύματα ἐμβάλλειν τινί Ar. Par 248, Klagen verursachen; κλαυμάτων ἄξια Andoc. 4, 38; κλαύμασι καὶ πατέρες υἱοῖς σωφροσύνην μηχανῶνται, durch Strafe, die Weinen hervorruft, Xen. Cyr. 2, 2, 14.
-
2 κλαῦμα
A weeping, wailing, A.Pers. 705 (troch.), X.Cyr.2.2.14, etc.;κλαυμάτων πηγαί A.Ag. 887
;κλαυμάτων ἄξια And.4.39
. -
3 κλαῦμα
κλαῦμα, τό, das Weinen, Klagen; κλαύματα ἐμβάλλειν τινί, Klagen verursachen; κλαύμασι καὶ πατέρες υἱοῖς σωφροσύνην μηχανῶνται, durch Strafe, die Weinen hervorruft -
4 ἀπό-κλαυμα
ἀπό-κλαυμα, τό, das Beweinen, Klagelied, Arr. Epict. 2, 16, 39.
-
5 κλαύμαθ'
κλαύ̱ματα, κλαῦμαweeping: neut nom /voc /acc plκλαύ̱ματι, κλαῦμαweeping: neut dat sgκλαύ̱ματε, κλαῦμαweeping: neut nom /voc /acc dual -
6 κλαυμάτων
κλαῡμάτων, κλαῦμαweeping: neut gen pl -
7 κλαύμασι
κλαύ̱μασι, κλαῦμαweeping: neut dat pl -
8 κλαύματα
κλαύ̱ματα, κλαῦμαweeping: neut nom /voc /acc pl -
9 ἀπόκλαυμα
ἀπό-κλαυμα, das Beweinen, Klagelied
См. также в других словарях:
κλαύμα — το (AM κλαῡμα) βλ. κλάμα … Dictionary of Greek
κλαύμαθ' — κλαύ̱ματα , κλαῦμα weeping neut nom/voc/acc pl κλαύ̱ματι , κλαῦμα weeping neut dat sg κλαύ̱ματε , κλαῦμα weeping neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάμα — (I) και κλάημα και κλιάμα και κλαύμα, το (AM κλαύμα, Μ και κλάημα και κλιάμα και κλάμα[ν]) [κλαίω] το να κλαίει κανείς, χύσιμο δακρύων από πόνο, λύπη ή και χαρά, θρήνος (α. «μην τού φωνάζεις, γιατί θα αρχίσει πάλι τα κλάματα» β. «κλαυμάτων...… … Dictionary of Greek
κλαύσμα — κλαῡσμα, τὸ (Α) [κλαίω] (μτγν τ. τού κλαύμα) κλάμα, θρήνος … Dictionary of Greek
ԼԱՑ — ( ) NBH 1 0880 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 11c, 12c գ. (ի հրամ. Լալ բային). κλαίη, κλαύμα ploratus, tio; fletus. Լալիւն. լալումն. ողբ. ողբումն. *Մնչդեռ նորածին իցէ, մանկանցն յայտարարութիւնքն եւ նշանք լացն եւ աղաղակն. Պղատ. օրին. ՟Է … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κλαυμάτων — κλαῡμάτων , κλαῦμα weeping neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαύμασι — κλαύ̱μασι , κλαῦμα weeping neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαύματα — κλαύ̱ματα , κλαῦμα weeping neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)