-
1 κλαυθμυρισμών
-
2 κλαυθμυρισμῶν
-
3 κλαυθμυρισμός
κλαυθμυρισμός, ὁ, das Wei nen, Wimmern, Plut. Lyc. 16 u. a. Sp. Bei Opp. Cyn. 4, 248 ist in κλαυϑμυρισμῶν die Penultima kurz gebraucht u. v. l. κλαυϑμυρίδων, wie von κλαυϑμυρίς, Brunck vermuthet κλαυϑμυριῶν, vgl. Lob. path. 273.
См. также в других словарях:
κλαυθμυρισμῶν — κλαυθμυρισμός crying like a child masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιαλώ — Κόρη του αρκαδικού ήρωα Αλκιμέδοντα, που γέννησε κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία από τον Ηρακλή τον Αιχμαγόρα. Ο πατέρας της, για να την τιμωρήσει, την έδεσε σε ένα δέντρο σε κάποιο βουνό και δίπλα της απόθεσε το βρέφος, για να γίνουν βορά των … Dictionary of Greek