-
1 κλαυσί-δειπνος
κλαυσί-δειπνος, über eine Mahlzeit weinend, Sp.
-
2 κλαυσίδειπνος
См. также в других словарях:
κλαυσίδειπνος — κλαυσίδειπνος, ον (Α) αυτός που κλαίει, που μεμψιμοιρεί για την ποιότητα ή την απώλεια δείπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι (< κλαίω, πρβλ. κλαῦσις) + δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. επιθυμό δειπνος, κωλυσί δειπνος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek